Ετικέτα: ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

“Ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα: στοιχεία αναστοχασμού” (Περιοδικό Σύναψις, Τεύχος 54)

Άρθρο:
“Ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα:
στοιχεία αναστοχασμού”
από τον καθ. Σ. Στυλιανίδη,
στο τεύχος 54 του τριμηνιαίου
περιοδικού Σύναψις.

Παιδοκτονία-αυτοκτονία: μετά το σοκ, των Σ. Στυλιανίδη & Γ. Τζεφεράκου

Πηγή: Athens Voice

    Ο Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και ο Γιώργος Τζεφεράκος, Ψυχίατρος, Διευθυντής ΜΟΘΕ ΟΚΑΝΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Ψυχολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του κλάδου Ψυχιατροδικαστικής της ΕΨΕ, Γραμματέας του κλάδου Ψυχιατρικής, Νόμου και Δεοντολογίας της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, γράφουν με αφορμή το θλιβερό συμβάν στο Νέο Κόσμο.

Μια νέα γυναίκα – μητέρα αυτοκτόνησε, αφού πρώτα σκότωσε το παιδί της. Ειδήσεις σαν και αυτή σε αφυπνίζουν με ένα τραγικό τρόπο από μια καθημερινότητα με τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματά της. Σε μια κοινωνία, που έχει συθέμελα κλυδωνιστεί για πολλά χρόνια με την κοινωνική και οικονομική κρίση και η οποία προσπαθεί με αγωνία να ξαναϋφάνει τους κοινωνικούς της δεσμούς και να θεμελιώσει στέρεους πυλώνες κοινωνικής αλληλεγγύης, αναπηδούν αμείλικτα τα ερωτήματα «τι πήγε στραβά;», «τι έπρεπε να είχε γίνει», «τι πρέπει να γίνει;». Ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι μια απλή καταγραφή αστυνομικού συμβάντος. Μετά το αρχικό σοκ και το πάγωμα της σκέψης που μας προκαλεί , η τραγωδία αυτή θέτει ουσιώδη ερωτήματα τόσο για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχοπαθολογίας, όσο και για την ρεαλιστική δυνατότητα ενός δημόσιου συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας να προλάβει, να παρέμβει, να θεραπεύσει, να μάθει από τα κενά του , να αναστοχαστεί πάνω στις επιστημονικές δυνατότητες του και στην βούληση της πολιτείας και της κοινωνίας να επενδύσει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα στην συνοχή και συνέχεια της κοινοτικής φροντίδας ψυχικής υγείας.

Ερωτήματα που ζητούν επιτακτική απάντηση. Απάντηση οργανωμένη, ψύχραιμη, σταθερή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, μακριά από επικοινωνιακές, μετεωρικές φωτοβολίδες. Φωτοβολίδες, οι οποίες όταν σβήσουν, αφήνουν μια τρομαχτική σιωπή, η οποία καλύπτει θεσμικά ελλείμματα, οργανωτικά σφάλματα, κοινωνικά στερεότυπα και ανεξίτηλα στίγματα.

Για την αντιμετώπιση όλων των προαναφερθέντων χρειάζεται κατ’ αρχάς έρευνα, αναζήτηση, διερεύνηση μακριά από προκαταλήψεις, κοινωνικά στεγανά, σιωπή και ψευδο-βεβαιότητες για την απόλυτη επιστημονική αλήθεια. Αναζήτηση, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από ειλικρινή επιθυμία για την αλήθεια και η οποία να εδράζεται επί της παραδοχής ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό και ότι μέσα στον κάθε άνθρωπο διαλαμβάνει χώρα μια συνεχής δυναμική εξισορρόπηση μεταξύ καταστροφικών και δημιουργικών δυνάμεων.

Παρόλη την κοινωνική εικόνα της μητρότητας, η οποία παρουσιάζεται ως ονειρική και εξιδανικευμένη, η πραγματικότητα της περιγεννητικής περιόδου και της λοχείας παρουσιάζουν αυξημένο ρίσκο για την εκδήλωση σοβαρών ψυχιατρικών προβλημάτων, τα οποία προϋπάρχουν αλλά παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή, συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιγεννητικής κατάθλιψης με η χωρίς ψυχωτικά στοιχεία, της αυτοκτονίας και της βρεφοκτονίας. Η περίοδος της εγκυμοσύνης επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο σώμα, την ταυτότητα και την αντίληψη του εαυτού της γυναίκας και δύναται να διακινήσει σημαντικά τραύματα αναφορικά με τον δεσμό της νέας μητέρας τόσο με τη δική της μητέρα όσο και με τα δικά της παιδιά, σε μια διαδικασία διαγενεακής μετάδοσης του τραύματος. Υπάρχει συντριπτική κοινωνική και οικογενειακή πίεση για την γυναίκα να νιώθει πληρότητα, ολοκλήρωση και ευτυχία στον ρόλο της ως μητέρα ενώ οτιδήποτε αποκλίνει από το ιδεώδες αυτό πρότυπο απορρίπτεται και διαψεύδεται τόσο από το ίδιο το άτομο, σε μια διαδικασία αυτό-στιγματισμού, όσο και από την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της μη ευτυχισμένης μητέρας, της μητέρας που δυσκολεύεται ή αποποιείται τον ρόλο της, της μητέρας που εγκαταλείπει τα παιδιά της για οποιονδήποτε λόγο αποτελούν κοινωνικά ταμπού που απειλούν την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή και συχνά παθολογικοποιούνται, στιγματοποιούνται και συγκαλύπτονται από την οικογένεια και την κοινωνία. Δυστυχώς, τραγικές περιπτώσεις παιδοκτονίας συχνά επισημαίνουν τα βαθιά κοινωνικά αυτά προβλήματα, τα οποία όμως δαιμονοποιούνται, δραματοποιούνται και ανάγονται σε προβληματικές σύγχρονων Μηδειών, αντί να καθίστανται αντικείμενα μελέτης, προβληματισμού και ανάλυσης, προκειμένου να αναγνωριστούν οι ευθύνες και τα αίτια τόσο ψυχιατρικά όσο και κοινωνικό-οικονομικά.

Σε μία προσπάθεια ενημέρωσης και αποδόμησης των προκαταλήψεων και των νοσηρών στερεοτύπων είναι σημαντική η παράθεση επιστημονικών δεδομένων, που αντλούνται από την διεθνή βιβλιογραφία. Η μητρική παιδοκτονία αναφέρεται συχνά ως υποκινούμενη από αλτρουιστικά κίνητρα προς το ίδιο το παιδί, αποφυγή και «τελική λύση» μιας χρόνιας ανίατης νόσου του παιδιού, χρόνια οξεία ψυχωτική συνδρομή της μητέρας, γέννηση ενός ανεπιθύμητου παιδιού, κακοποίηση της μητέρας ή του τέκνου από τον σύντροφο ή εκδίκηση προς τον πατέρα του παιδιού. Οι μητέρες αυτές, πέραν από προϋπάρχουσες πλην όμως λανθάνουσες ψυχιατρικές ή ψυχολογικές δυσκολίες, συχνά αντιμετωπίζουν πληθώρα ψυχοπιεστικών παραγόντων όπως οικονομικά προβλήματα, ανεργία ή οικονομική εξάρτηση από τον σύντροφο, κοινωνικό αποκλεισμό, απώλεια οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού ρόλου πέραν του μητρικού- φροντιστικού, ένδο-οικογενειακή βία ή συγκρουσιακές σχέσεις με τον σύντροφο, τους φίλους και την οικογένεια και έλλειψη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου. Ένα σημαντικό 16-29% των παιδοκτονιών ολοκληρώνονται με την αυτοκτονία της μητέρας.

Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η εν γένει παραβατική συμπεριφορά και εγκληματικότητα δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την μητρική παιδοκτονία αλλά με την παρουσία ψυχιατρικών προβλημάτων στην μητέρα από την προ- και περί-γεννητική περίοδο και μετά. Διεθνείς μελέτες συσχετίζουν τόσο τον παιδοκτονικό ιδεασμό όσο και την μητροκτονία ακολουθούμενη από αυτοκτονία (πέρασμα στην πράξη) με την παρουσία μεγάλης βαρύτητας κατάθλιψης με ή χωρίς ψυχωτικά στοιχεία στην μητέρα, σε ένα ποσοστό 41%. Από την άλλη πλευρά, παιδιατρικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, χωρίς αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα, καταδεικνύουν ότι το 70% των μητέρων με βρέφη που υποφέρουν από κολικούς, αναφέρουν σαφείς επιθετικές σκέψεις προς τα βρέφη τους με ένα συντριπτικό 25% από αυτές να αναφέρουν ρητές σκέψεις παιδοκτονίας κατά την διάρκεια επεισοδίων κολικών των παιδιών τους. Οι μελέτες αυτές επισημαίνουν επίσης την σημαντική δυσκολία γυναικολόγων, παιδιάτρων και γενικών ιατρών να ανιχνεύσουν πρώιμα σημάδια δυσφορίας, αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς αλλά και της συχνότητας αυτοκαταστροφικού ή ετεροκαταστροφικού ιδεασμού σε νέες μητέρες.

Ο κάθε άνθρωπος και η κοινωνία κατ’ επέκταση πρέπει να έχει το κουράγιο και την ωριμότητα να αναγνωρίσει την σκοτεινή της πλευρά. Εξ άλλου η προκατάληψη, το στίγμα και τα απλουστευτικά στερεότυπα στηρίζονται και ανατροφοδοτούνται από την ανεπεξέργαστη ψυχικά σκοτεινή πλευρά της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Στέρεοι κοινωνικοί και ψυχικοί δεσμοί κτίζονται όταν δεν εξοβελίζεται η (ψυχική) αρρώστια, η αδυναμία, η ιδιαιτερότητα ως κάτι βδελυρό και αποτρόπαιο, αλλά γίνεται αποδεκτό στην ολότητα του , ώστε έτσι να βοηθιέται και να φροντίζεται.

Πέραν της αλλαγής, όμως, της στάσης απέναντι στην ψυχική αρρώστια, η οποία εκκινεί από τις παρυφές της ατομικής υποκειμενικότητας και υπερακοντίζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θεμελίωσης, είναι απαραίτητη η οργάνωση αντίστοιχων δομών ψυχικής υγείας.

Οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους είναι η ουσιαστική ενσωμάτωση τους στην κοινότητα. Οι ψυχιατρικές δομές, αντί για αποθήκες ψυχών και πλαίσια διαιώνισης του κοινωνικού αποκλεισμού, πρέπει να αποτελούν ένα ζωντανό ενδοκοινοτικό κόμβο και σημείο αναφοράς για την πληροφόρηση, πρόληψη και αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής. Η επιτυχία, δε, αυτού του εγχειρήματος εδράζεται στην μαζική και βέλτιστη κινητοποίηση, χρήση και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων έμψυχων και υλικών κοινοτικών πόρων.

Μια άλλη παράμετρος επιτυχίας των δομών αυτών είναι η ευκολία πρόσβασης αλλά και η απενοχοποίηση της χρήσης τους. Είναι, πραγματικά τραγικό και εξοργιστικό, η έκκληση για βοήθεια ενός ανθρώπου να αρθρώνεται με ένα λόγο απολογητικό, γεμάτο ντροπή και φόβο. Τα συναισθήματα αυτά κατοπτρίζονται ανάγλυφα στα λόγια, που με αγωνία μας λένε οι ασθενείς μας: «Γιατρέ, βάλε με τελευταίο ραντεβού. Δεν θέλω να με δουν οι άλλοι. Δεν θέλω να ξέρουν ότι έρχομαι εδώ». Καθίσταται αδήριτη η ανάγκη της θέασης της ψυχικής υγείας και της ψυχικής νόσου σαν ένα συνεχές, ένα φάσμα που αφορά όλους μας, παρά σαν μια διχοτόμηση που διαχωρίζει «εμάς» από τους «άλλους» (ψυχικά ασθενείς).

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη πρώιμης ανίχνευσης ψυχολογικών ή ψυχιατρικών δυσκολιών στην μητέρα από την προγεννητική κιόλας περίοδο καθώς και των παραγόντων που αυξάνουν το ρίσκο ένδο-οικογενειακής βίας, με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια. Άλλοι σημαντικοί στόχοι που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την όποια επιτυχή παρέμβαση είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην κοινότητα, η ρεαλιστική σκιαγράφηση της μητρότητας καθώς και ο αποστιγματισμός των γυναικών αυτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ρόλο αυτό μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων τόσο των επαγγελματιών υγείας που εμπλέκονται στην φροντίδα της νέας μητέρας (γυναικολόγοι, παιδίατροι, μαίες, νοσηλευτές) όσο και της ευρύτερης κοινωνίας.

Η επανάληψη των ίδιων επισημάνσεων για χρόνια, με αφορμή άλλη μια ανθρώπινη τραγωδία, φθείρει και ματαιώνει και τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και την κοινωνία, όταν δεν προτάσσεται ένα νέο όραμα και σχέδιο δράσης για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας.

Το ψευδές “επείγον” του προσφυγικού

    Στέλιος Στυλιανίδης*
    O Στέλιος Στυλιανίδης, είναι Ψυχίατρος- Ψυχαναλυτής – Ομαδικός Αναλυτής, Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επ. Σύμβουλος Ε.Π.Α.Ψ.Υ.

Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση του άρθρου, που δημοσιεύτηκε από το news247.

Οι Ευρωεκλογές πλησιάζουν. Ορθά επισημαίνεται από πολλές πλευρές ότι δύο από τους ορατούς κινδύνους για την ευρωπαϊκή συνοχή είναι τόσο η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων όσο και η άνοδος των ακροδεξιών και φασιστοειδών πολιτικών σχηματισμών. Ένας από τους λόγους που τροφοδοτεί την ενίσχυση του εκφασισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως και την πολιτική έκφρασή του, είναι η “επείγουσα απειλητική» κατάσταση και ο βιωμένος κοινωνικός τρόμος απέναντι στην εισβολή των προσφύγων.

Πράγματι, υπάρχουν πολλοί αθώοι θάνατοι στη Μεσόγειο, πολλές αθώες ζωές που απωθούνται βίαια, που γίνονται αντικείμενο επίθεσης, ταπείνωσης, ως εάν να αποτελούσαν μια μέγιστη απειλή για τη δημοκρατική Ευρώπη. Όπως θα δούμε και με τα στοιχεία που θα παραθέσουμε παρακάτω, στο όνομα της δημοκρατίας, πολλοί θάνατοι στο όνομα της δημοκρατίας, η οποία πουλάει όπλα στο παγκόσμιο σουπερμάρκετ εξοπλισμών, πολλοί πρόσφυγες από τις «δημοκρατίες» που προσπάθησε να επιβάλει η Δύση στις χώρες καταγωγής τους μέσα από πολέμους, πολλές γυναίκες δολοφονημένες λόγω του γεγονότος ότι είναι μόνο γυναίκες.

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ εκτιμά ότι μόνο το 2015 μετακινήθηκαν πάνω από 65,3 εκατομμύρια άνθρωποι από τις χώρες καταγωγής τους, σχεδόν 6 εκατομμύρια περισσότερο από τον προηγούμενο χρόνο. Από αυτά τα 65,3 εκατομμύρια, μόνο τα 3,2 εκατομμύρια, δηλαδή λιγότερο από το 5%, περιμένουν να πάρουν άδεια εισόδου σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αυτονόητο ότι, πέρα από οποιαδήποτε επίσημη αναφορά του ΟΗΕ και του ΠΟΥ, όσο υπάρχουν εμπόλεμες καταστάσεις, σφαγές αμάχου πληθυσμού και απεριόριστη φτώχεια σε επίπεδο δυσκολίας επιβίωσης, τόσο ο αριθμός των προσφύγων και των μετακινούμενων πληθυσμών γενικότερα θα αυξάνεται. Φαίνεται ότι αυτό το κακό αποτελεί μια σταθερά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ενός κυνικού πραγματισμού, που καθορίζει τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτός ο πραγματισμός τροφοδοτείται από μια ακραία κουλτούρα ατομικισμού και μια μυωπική ματιά σε σχέση με την προαγωγή του well-being και της αναζήτησης της προσωπικής ευτυχίας, συσκοτίζοντας κάθε μορφή αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και δημοκρατικού δικαιώματος υποδοχής ατόμων σε κίνδυνο. Αυτό που πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο και να αποτελέσει ένα σοβαρό κομμάτι της πολιτικής ατζέντας για τη συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο των Ευρωεκλογών είναι ότι μια πολιτική οντότητα 500 εκατομμυρίων κατοίκων, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει σαν επείγουσα κατάσταση την άφιξη ενός πληθυσμού που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% του πληθυσμού της. Η γηραιά Ευρώπη, με τα τεράστια δημοκρατικά προβλήματα, με την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικού κράτους λόγω του ελλείμματος των ασφαλιστικών εισφορών από τη γήρανση του πληθυσμού, αποκαλεί επείγουσα μια κατάσταση της δικιάς της έλλειψης ανοχής, του εγωϊσμού της, και κυρίως της δικιάς της πολιτικής τυφλότητας.

Παρά την τεράστια πίεση που ασκεί η πλειοψηφία των ΜΜΕ, που καθοδηγούνται από κυβερνήσεις και συμφέροντα, για να περιγράψουν με δραματικούς τόνους το επείγον του προσφυγικού ζητήματος, η πραγματική σοβαρή και επίπονη, επείγουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η παραίτησή της από τις αρχές της αλληλεγγύης και του κράτους δικαίου, η άρνησή της να επενδύσει στην ελπίδα, στη δράση για το καλό, στην ουτοπία του καλού. Μια προοδευτική ατζέντα των Ευρωεκλογών θα πρέπει να έχει σαν άμεσο στόχο την αποδόμηση του ψευδο-επείγοντος χαρακτήρα του προσφυγικού και του μεταναστευτικού, τον αποϊδρυματισμό της επείγουσας διαχείρισης στο βαθμό που οι ροές των απελπισμένων αυτού του κόσμου αποτελούν και θα αποτελούν, ακόμη και αν το αρνούμαστε, ένα μόνιμο φαινόμενο της καθημερινότητάς μας. Μια επείγουσα κατάσταση είναι ένα γεγονός τελείως απρόβλεπτο, σχετικά σπάνιο, με μια διάρκεια σχετικά προσδιορισμένη: η μαζική άφιξη μεταναστών και προσφύγων από τις χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, όπου τα στοιχειώδη δικαιώματα και οι υλικές συνθήκες ζωής είναι απούσες, δεν αποτελεί μια επείγουσα κατάσταση, αλλά μια προβλεπόμενη εξέλιξη του γεωπολιτικού χάρτη.

Μια επείγουσα κατάσταση ορίζεται σαν ένα συμβάν που προκαλεί μια άμεση απειλή στη ζωή, την υγεία, την ιδιοκτησία ή το περιβάλλον, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εκτίθενται σε αυτές τις απειλές, και επομένως δεν μπορούν να ορίσουν σαν emergency την κατάσταση που αντιπροσωπεύεται από τις μαζικές προσφυγικές ροές. Αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επιμερισμό της ευθύνης της η καθεμία, είναι να θεωρήσουμε ότι και το προσφυγικό και το μεταναστευτικό πρόβλημα αποτελεί ένα «συστημικό» πρόβλημα και με αυτήν την έννοια πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού σχεδιασμού για την ουσιώδη επίλυσή του. Πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή προσανατολισμού: πρέπει να εγκαταλείψουμε την κουλτούρα των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» και της παροχής άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας και να σχεδιάσουμε μια δομική κουλτούρα παρέμβασης, η οποία να εγγυάται δικαιώματα, υγεία, κατοικία, μόρφωση, κοινωνική ενσωμάτωση.

Το καθεστώς του επείγοντος διευκολύνει τη δημιουργία καταστάσεων συναγερμού, πανικού, παραπληροφόρησης, συλλογικής υστερίας («εισβολή μεταναστών», «απειλή για τις θέσεις εργασίας των ντόπιων», «τρομοκρατικός κίνδυνος», «απόπειρα αλλοίωσης της εθνικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής ταυτότητας»), αυτοί οι παρανοϊκοί κοινωνικοί μηχανισμοί τροφοδοτούνται από ξενοφοβικά κόμματα και κινήσεις, από εθνικιστικές εξάρσεις και δημαγωγούς πολιτικούς που χρίζουν την πολιτική τους εξουσία πάνω στο φόβο, στην προπαγάνδα, στον αποκλεισμό του άλλου και στη συστηματική παραπληροφόρηση, στην πρόσκληση του μίσους. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί στις διάφορες χώρες (η Legga στην Ιταλία, το Front National στη Γαλλία, Farage στη Μ. Βρετανία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία…), όλες αυτές οι νεοφασιστικές, ξενόφοβες πολιτικές δυνάμεις χτίζουν την πολιτική τους απήχηση πάνω στη συνθήκη του επείγοντος και της φαντασίωσης της συλλογικής απειλής από τους πρόσφυγες.

Είναι επείγον να πούμε την αλήθεια: πέρα από το πολιτικό επίπεδο, η συνθήκη του επείγοντος ευνοεί και πολυάριθμες «μπίζνες» γύρω από τη διαχείριση του προσφυγικού. Πάρα πολλά χρήματα δίνονται συχνά χωρίς στόχευση, χωρίς σχεδιασμό για την υποδοχή των προσφύγων, για τη δήθεν εκπαίδευση των επαγγελματιών, χωρίς σοβαρή αξιολόγηση, χωρίς λογοδοσία, χωρίς μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα νούμερα για τη δήθεν διάσταση του επείγοντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση μιλάνε από μόνα τους.

    stats1
    Ο αριθμός των ατόμων που μετακινούνται προς ευρωπαϊκές χώρες έχει μειωθεί αισθητά με την πάροδο των ετών. Χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τα 1.015.877 άτομα που έφτασαν στην Ευρώπη το 2015, ο αντίστοιχος αριθμός ανήλθε σε μόλις 116.647 το 2018. Πηγή: UNHCR Desperate Journeys: Refugees and migrants arriving in Europe and at Europe’s borders January – December 2018 (Executive Summary).

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Τουρκία, ο Λίβανος, η Αίγυπτος, η Τυνησία, απορροφούν πολύ μεγάλους αριθμούς προσφύγων σε σχέση με τον πληθυσμό τους, που δεν συγκρίνονται με την καχεκτική και ελλειμματική απορρόφηση των προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες.

    stats2
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ενημέρωση του UNHCR στις 07/03/2019, ο αριθμός των προφύγων στην Τουρκία ανέρχεται σε 3,642,738 άτομα. Πηγή: UNHCR Portal for Refugee Situations.
    stats3
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ενημέρωση του UNHCR τον Φεβρουάριο του 2019, ο αριθμός των προφύγων στο Λίβανο ανέρχεται σε 946,291 άτομα. Πηγή: UNHCR Portal for Refugee Situations.
    stats4
    Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μηνιαία στατιστική αναφορά από την Αίγυπτο, ο αριθμός των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο ανέρχεται σε 247.724 άτομα. Πηγή: UNHCR Egypt Monthly Statistical Report – February 2019.
    stats5
    Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο αριθμός των προσφύγων στην Τυνησία αναμένεται να φτάσει στους 1,680 μέχρι το τέλος του 2019. Πηγή: UNHCR Global Focus Tunisia.

Είναι ενδεικτικό ότι οι ρυθμοί αποδοχής των αιτούντων άσυλο απελπιστικά μικροί – λιγότερο από 5% παροχή αδείας παραμονής στην Ιταλία και 3% στην Ελλάδα (Πηγή: B. Saraceno, “Psicopolitica”, 2019).

Τι να κάνουμε σαν κοινωνίες, σαν ενεργοί πολίτες απέναντι σε αυτήν την ευρωπαϊκή υποκρισία και σε αυτό το φλερτ με το «αυγό του φιδιού» που σε πολλές χώρες έχει αρχίσει να σπάει. Πρέπει να ξανακάνουμε πολιτική με διαφορετικούς όρους, πρέπει να νοηματοδοτήσουμε αλλιώς τη δράση μας μέσα από τους εξής άξονες.

Πρώτος άξονας:
Πρέπει να πολεμήσουμε την παραπληροφόρηση και να προάγουμε τη συλλογή με συστηματικό και αξιόπιστο τρόπο δεδομένων, μαρτυριών και πληροφοριών στα εξής επίπεδα:

στα πραγματικά νούμερα της μετανάστευσης,
στις συνέπειες, συχνά πιο θετικές παρά αρνητικές, της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στις τοπικές οικονομίες,
στα πραγματικά κόστη της φιλοξενίας και στις διαφορετικές δυνατές τυπολογίες της υποδοχής (καλές πρακτικές)
στους πραγματικούς κινδύνους εμφάνισης ορισμένων ασθενειών με ενδημικό χαρακτήρα, πχ. φυματίωση, και στην αξιολόγηση των φανταστικών κινδύνων και του συναγερμού για τη δημόσια υγεία,
στις συμπεριφορές, τις ανάγκες και τις δυσκολίες της κοινωνικής ενσωμάτωσης των διαφορετικών εθνικών ομάδων, μεταναστών ή προσφύγων, που υποδεχόμαστε,
στη σχέση μεταξύ μετανάστευσης και παραβατικότητας,
στην εφαρμογή ή μη των νομοθεσιών, εθνικών και διεθνών, που ισχύουν.

Επομένως, έχουμε επείγουσα ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό κέντρο αντι-πληροφόρησης, δηλαδή ενός αξιόπιστου εθνικού και Ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου του τι συμβαίνει.

Δεύτερος άξονας:
Πρέπει να πραγματοποιηθεί συστηματικά μια συλλογή καλών πρακτικών υποδοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης μεταναστών και προσφύγων. Πρέπει να τεκμηριωθεί το ποιος φορέας (ιδιωτικός,ΜΚΟ,Τοπικής αυτοδιοίκησης, κρατικός) υλοποιεί τις δράσεις, τι δυσκολίες και αντιστάσεις συνάντησε, ποιες είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις των δράσεων στις τοπικές κοινωνίες, πόσο κοστίζουν, πώς μπορούν να καταγραφούν και να κατανοηθούν οι κίνδυνοι εμπορευματοποίησης πρακτικών υποδοχής και ενσωμάτωσης.

Τρίτος άξονας:
Πρέπει να οριστεί μια Θεσμική πολιτική ατζέντα διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τους θεσμούς. Μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να συντονιστεί από το Υπουργείο Μεταναστευτικής πολιτικής και πρέπει να περιλαμβάνει τα εμπλεκόμενα Υπουργεία, τις αυτοδιοικητικές αρχές όλων των βαθμίδων, τις ΜΚΟ, την Εκκλησία, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους εκπροσώπους συλλογικοτήτων τοπικών κοινωνιών, πανεπιστήμια και ερευνητικές ομάδες που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο, όπως επίσης και εκπροσώπους της Υπατης Αρμοστείας για τους πρόσφυγες και της Ε.Ε.

Τέταρτος άξονας:
Δημιουργία ενός πραγματικού κινήματος αλληλεγγύης των πολιτών , το οποίο θα προάγει αρχές, πολιτικές και δράσεις υποδοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ένα κίνημα πολύχρωμο το οποίο θα στέκεται απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας, στην μισαλλοδοξία και στη ρητορική του μίσους και του ρατσισμού.

Πρέπει να επιστρέψουμε μέσα από την κατανόηση των αποτυχιών και ελλειμμάτων μας , σε μια πολιτική πρακτική ικανή να αντιμετωπίσει την σύγχρονη πολυπλοκότητα όχι μόνο με στείρα συνθηματολογία και ιδεοληψίες αποκλεισμών, ούτε με αμιγώς τεχνοκρατικούς όρους, αλλά με νέες συνθέσεις ικανές να εμβαθύνουν την καχεκτική δημοκρατία μας και να απαντούν αποτελεσματικά στην υποκριτική διαχειριστική λογική του «επείγοντος» της Ε.Ε.

*Το άρθρο αυτό δε θα γραφόταν με αυτήν την μορφή του, αν δεν υπήρχε μια ουσιαστική ανταλλαγή με τον πρώην Διευθυντή του Τμήματος Ψυχικής Υγείας του ΠΟΥ, Benedetto Saraceno. Επίσης ορισμένες πρακτικές εμπειρικές επισημάνσεις προέρχονται από την θεραπευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη προσφύγων στην Αθήνα με σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές από την ΕΠΑΨΥ, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες του Ο.Η.Ε.

Editorial: Towards a mental health democracy (2018)

    Stelios Stylianidis (1), Panagiotis Chondros (2), Kyriakos Souliotis (3)
    (1) Professor of Social Psychiatry, Department of Psychology, Panteion University
    (2) Psychologist, Association for Regional Development and Mental Health, Greece
    (3) Associate Professor of Health Policy, Faculty of Social and Political Sciences, University of Peloponnese, Greece

Published in: Journal Dialogues in Clinical Neuroscience & Mental Health, Vol. 1, Issue 3, 2018

Introduction
Despite advances in research and medical technology, between 76% and 85% of people with serious mental disorders had received no treatment in the previous year according to the world mental-health survey conducted by the WHO in
2011 (1). Still, nowhere in the world does mental health enjoy parity with physical health in national policies and budgets or in medical education and practice (2,3,4). Although WHO has stressed the importance of social determinants in health and mental health, public policies continue to neglect how poverty affects mental health, creates violence, social exclusion and breakdown of communities.
As the Special Rapporteur to the UN on the right of everyone to enjoy the highest attainable standard of physical and mental health points out precisely “the crisis in mental health should be managed not as a crisis of individual conditions, but as a crisis of social obstacles, which hinders individual rights. Mental health policies should address the “power imbalance” rather than “chemical imbalance” (3:19). These obstacles are:

• Dominance of the biomedical model
• Power asymmetries
• Biased use of evidence in mental health

Situation in Greece
In Greece, those obstacles are evident at every level. The doctor – patient relationship remains central; still there are two trends in the way this relationship is manifested. On the one hand, as a consensual and complementary relationship; here, the doctor ideally straggles to restore patient’s health and protect him. According to existing social norms, patients have to want to recover and the doctors are the ones to help. On the other hand, as one of conflict. The perception here is that the patient-doctor relationship, generally and particularly in the area of mental health, appears to be one of conflict and full of challenges. The underlying assumption of both the consensual and conflicting approach is that the doctor-patient relationship is asymmetrical, with health care professionals drawing their power from their established authority. This, in turn, permits them to operate as
mediators in social control (3:190-191). However, the extent to which a doctor must exercise such an authority remains particularly questionable. Patients have to face a double bond. On the one hand, they encounter more and more declarations calling them to claim their rights in information and decision-making, to seek information from multiple sources and to have a say in the quality of services provided, and on the other hand, they are required to submit to the doctor’s judgement and expertise. Development of psychiatry, closely following relevant social developments, is constantly transforming clinical-theoretical models, means of organising services and a relationship with users and their families. Decision-making power in mental health is concentrated in the hands of biomedical gatekeepers, in particular biological psychiatry backed by the pharmaceutical industry. At the clinical level, power imbalances reinforce paternalism and even patriarchal approaches, which dominate the relationship between psychiatric professionals and users of mental health services. Organised professional associations such as those of psychiatrists and trade unions exacerbate this imbalance by resisting reform of service provision and working models.
The asymmetry of the medical therapeutic relationship is organised around the scientific knowledge and technical knowhow, around the ignorance of the individual’s needs and their wishes. Thus, opinion is legalised socially and supplies the stereotype dominating relationships between the psychiatric team and patients-users, even if this is conducted in a theoretically “open” community framework and not within a total psychiatric institution (5, 6). In this asymmetrical game, however, where one “loses” and the other “wins”, each one is aware of both roles, the one stigmatising and the other being stigmatised. User participation grants to those specified roles a mental, social and institutional opening, strengthening, as F. Basaglia stated, the negotiating position of the weak.
The basis of common action and transformation of traditional psychiatric culture towards a collective democracy of health can be established from such a beginning. In a statement regarding ethics, P. Ricoeur (7) describes the doctor-patient relationship as an agreement of trust, a kind of forged alliance between two people against a common enemy, the disorder. However, before an agreement of trust can be established, there must be a stage of suspicion, embarrassment and reluctance. The patient expresses a request for treatment, suspicious against the one who is in theory the expert, and the doctor who tries to cater to patient requests, may, in turn, become suspicious of non-compliance to the treatment prescribed by him.
In order for the agreement to be established, Ricoeur stressed that both involved parties must recognise the uniqueness of this relationship, the “non- interchangeable character of one with the other”. Therefore, the only possibility for this agreement to work is to consider the contracting parties as authentic partners rather than a “democratic alibi” used as argument of legacy by mental health professionals which requires the active involvement of the patient in the management and development of his treatment and care.
We can, however, observe three paradoxes in this agreement. The first paradox is that the subject is not an object,
but the body is a part of the physical reality observed and is “objectified” by ethics, the approach and the technical arsenal of biological medicine-psychiatry. Psychiatry is often on a slippery slope, following the disconnection of body and soul in a simplistic biological reductionism, obscuring a big part of understanding and consequently the holistic care of the ailing subject.
The second paradox has to do with the fact that the individual is not a commodity, nor should medicine be subject
to the laws of the market; however, in fact, medicine has a price and a high social cost for public health and private healthcare. The last paradox overlaps the previous ones: suffering is private, but health is public. If all these contradictions generate conflict and if misguided psychiatrisation and the penalisation of social problems create enormous contrasts, the only possible framework where a possible solution may emerge is the consensual/conflicting process of the involved parties (8).
We would add to the obstacles the democratic function level, what we would call “democracy deficit”. Open access
of European citizens to quality healthcare, social welfare and education services, as well as the declared aim of reducing social inequalities and social exclusion formed part of the European identity. The principles of social protection came close to such an axiological, ethical, legal and institutional level that Western Europe was characterised a “secure” society, in the sense that it was capable of providing security and protection to its members. The need for bold reforms in Greece was already clear since the birth of the Greek state in the face of the “ineffective, irrational and/or morally unacceptable mode of operation of its institutions” (9). The lack
of resources driven by the biomedical model that obscures social factors leads, especially during the economical, political and social crisis in our country, to shifting the burden of care to society rather than building and reinforcing a protection system.

Suggestions
On the basis of a “joint morale”, we are required to discuss collectively and democratically the relations between disease and health and what we call personalised care, treatment and life plan to showcase a “third way” where the involved parties, namely, the social groups receiving services, the people involved in general health and mental health and local communities with their representatives, will empower their participative movement and will become involved in openly processing and evaluating a health system, where all coexist (10, 11, 12). The “open dialogue” approach may represent a promising tool promoting a radical change of traditional psychiatric culture and practice.
User involvement should become national policy with a specific framework that will be structured gradually on the basis of good examples. In cases where users offer services (care, consultancy, participation in research and training), the relationship with the service or with the action in general must be remunerated, so that obligations are met on both sides and there are no phenomena of patronising. Training programmes must be established, structured by users for users and professionals.
At European level, very few users’ and relatives’ movements are independent and powerful in terms of funding, while
most are supported by a specific few number of people and are vulnerable to crises (13). In order for user participation to work properly, there should be allocation of authority and recognition of user and family associations as institutional interlocutors with validity and arguments (14) and users must be considered active citizens with rights and obligations and not faceless collateral losses of a dysfunctional system. Provided
we continue to recognise the right of individuals to self-determination, besides any social dictates describing fear of the unfamiliar and the unwillingness to take on responsibility and to delete whatever is different, we can continue talking about the non-negotiable dignity inherent in any individual, irrespective and beyond social, political, financial and cultural crises or “trends”. Concerted efforts – from policymakers, epidemiologists, health economists, clinicians, patients and their families – for ameliorating the mental health impact of the recession in Greece are urgently needed, in order to militate against exacerbation of psychiatric morbidity in the foreseeable future and to avoid a potential outbreak of suicides (15).

References
1. WHO (2011). Global burden of mental disorders and the need for a comprehensive, coordinated response from health
and social sectors at the country level. Report by the Secretariat. EB130/9
2. The Economist (2018). Special report. A crazy system. Nobody spends enough on mental health. 26.4.2018 https://
www.economist.com/news/special-report/21740875-mental-illness-ignored-policymakers-and-aid-donors-nobody-spends-enough-mental
3. UNHRC (2017). Report of the Special Rapporteur on the right of everyone to the enjoyment of the highest attainable standard of physical and mental health, A/HRC/35/21, 28.03.2017 https://documents-dds ny.un.org/doc/UNDOC/ GEN/G17/076/04/PDF/G1707604.pdf?OpenElement
4. Saxena S, Funk M, Chisholm D (2014). WHO›s Mental Health Action Plan 2013-2020: what can psychiatrists do to facilitate its implementation? World Psychiatry. 13(2): 107–109. doi: 10.1002/wps.20141
5. Nettleton S (2002) The sociology of health and illness. Typothito – Dardanos Publications, Athens [in Greek]
6. Stylianidis S, Chondros P, Lampaki K (2008) The mental health services user movement and its relation to the professionals: co-constructing a joint meaning. Tetradia Psychiatrikis 102:37–44 [in Greek]
7. Ricoeur P (1996). Les trois niveaux du jugement médical. Esprit, Paris
8. Stylianidis S, Chondros P, Lavdas M. Critical approach of an Empowerment and recovery process: A case study from
Greece. In: Soldatos C, Ruiz P, Dikeos D, Riba M (eds). Pluralism in Psychiatry: I. Diverse Approaches and Converging Goals. Bologna: Medimond; 2014
9. Veremis T, Kalyvas S, Kouloumpis T, Pagoulatos G, Tsoukalis L, Tsoukas C (2011) The anatomy of the crisis. Skai Publications, Athens [in Greek]
10. Souliotis K. Looking for democracy in health amidst the fiscal crisis: patient participation in health policy decision making In: Souliotis K, editor. , ed. Democracy Citizens and Health Policy: Participation in Decision Making, Lobbying and Patient Associations (in Greek). Athens: Papazisis; 2014:23–51.
11. Souliotis K. Public and patient involvement in health policy: A continuously growing field. Health Expectations. 2016;19(6):1171-1172.
12. Souliotis K, Peppou LE, Agapidaki E, et al. Health democracy in Europe: Cancer patient organization participation in health policy. Health Expectations. 2018;21(2):474-484
13. Rose D, Lucas J (2007) The user and survivor movement in Europe. In: Knapp M, McDaid D, Mossialos E, Thornicroft G (eds) Mental health policy and practice across Europe. The future direction of mental health care. McGraw-Hill – Open University Press, Berkshire
14. Mazza G (1996) Structuring effective user involvement. In: Heller T, Reynolds J, Gomm R et al (eds) Mental health matters. Palgrave – Open University, Hampshire, pp 238–241
15. Economou M, Peppou LE, Souliotis K, Stylianidis S (2016). The Impact of the Economic Crisis in Greece: Epidemiological Perspective and Community Implications. In: S. Stylianidis (ed.), Social and Community Psychiatry: Towards a Critical, Patient-Oriented Approach, DOI 10.1007/978-3-319-28616-7_24

Οι γιατροί του Αιγαίου: 2 κλιμάκια εξειδικευμένων επιστημόνων προσφέρουν ανεκτίμητο έργο σε 12 νησιά

    Το ντοκιμαντέρ που αποτυπώνει το έργο τους και θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

*Το παρόν αποτελεί ανακοινοποίηση δημοσίευσης της ιστοσελίδας ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ.

Από το 2004 που δημιουργήθηκαν οι Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας στις Βορειοανατολικές και Δυτικές Κυκλάδες, υπό τη διαχειριστική ευθύνη της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ), χρηματοδοτούνται σταθερά από το υπουργείο Υγείας και από προγράμματα ΕΣΠΑ. ‘Eτσι, η Σύρος, η Τήνος, η Μύκονος, η Άνδρος, η Πάρος, η Αντίπαρος, η Μήλος, η Σίφνος, η Σέριφος, η Κίμωλος, η Κέα και η Κύθνος δέχονται ψυχιατρική φροντίδα σταθερά ανά 15ήμερο μέσα από τα κλιμάκια των ψυχολόγων, των κοινωνικών λειτουργών, των παιδοψυχιάτρων και των ψυχιάτρων που παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες, όπως διαγνωστική εκτίμηση, ατομική – οικογενειακή ψυχοθεραπεία, ψυχιατρική και παιδοψυχιατρική παρακολούθηση, συμβουλευτική γονέων, ομαδική ψυχοθεραπεία και ψυχοκοινωνική αποκατάσταση.

Οι υπηρεσίες παρέχονται είτε σε χώρους που παραχωρούνται στα τοπικά κέντρα υγείας είτε σε χώρους των δήμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η κλινική ψυχολόγος και επιστημονική υπεύθυνη των κινητών μονάδων της ΕΠΑΨΥ, Στέλλα Παντελίδου, στη «Νέα Σελίδα», κάθε χρόνο επισκέπτονται τις δύο μονάδες στα δώδεκα νησιά κατά προσέγγιση 2.500 άτομα, με 12.000 ενήλικες και παιδιά να έχουν εξυπηρετηθεί μέχρι σήμερα. Παράλληλα, στο πλαίσιο της κοινοτικής ψυχιατρικής οι μονάδες επενδύουν στην πρόληψη και την προαγωγή της ψυχικής υγείας μέσα στην κοινότητα με δράσεις στα σχολεία αλλά και σεμινάρια πρόληψης αυτοκτονιών και ενίσχυσης των ομάδων αυτοβοήθειας.

«Πρόκειται για υπηρεσίες άκρως νευραλγικές και ζωτικές για τα νησιά αυτά, που συνεχίζουν να στερούνται βασικές υπηρεσίες ψυχολογικής κάλυψης, αυτονόητες στην πρωτεύουσα. Σκεφτείτε ότι σε όλες τις Κυκλάδες μόνο στο νοσοκομείο της Σύρου υπάρχουν επαγγελματίες ψυχικής υγείας».

Το πόσο σημαντική είναι η παρουσία των δύο κινητών μονάδων φαίνεται και από το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη προσέλευση του κόσμου στην υπηρεσία, όπως και πολλά αιτήματα σε αναμονή. «Οι κάτοικοι διαδίδουν από στόμα σε στόμα τη δουλειά μας. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβαινε στο ξεκίνημα της λειτουργίας μας, όταν οι κοινωνίες ήταν πολύ καχύποπτες απέναντί μας. Βρήκαμε ανθρώπους απομονωμένους που δεν είχαν λάβει θεραπεία για πολλά χρόνια», λέει η κυρία Παντελίδου και προσθέτει: «Με τη δουλειά όμως που κάναμε μαλάκωσε το στίγμα. Σήμερα, δεχόμαστε πολλά αιτήματα που αφορούν σε συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές, αναπτυξιακά ζητήματα παιδιών, ψυχοκοινωνικά προβλήματα -ανεργία, διαζύγιο-, καθώς και αντιμετώπιση σοβαρότερων διαταραχών, όπως η σχιζοφρένεια».

Ενδιαφέρον, πάντως, έχει και το γεγονός ότι τα ποσοστά ψυχοπαθολογίας στα νησιά δεν είναι μεγαλύτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όπως μας εξήγησε η κυρία Παντελίδου, «στην επαρχία υπάρχει ο επιβαρυντικός παράγοντας της απομόνωσης και η προκατάληψη της κλειστής κοινωνίας, υπάρχουν όμως και προστατευτικά στοιχεία, όπως ο μεγαλύτερος βαθμός κοινωνικής συνοχής και υποστήριξης και η καλύτερη ποιότητα ζωής ως προς το φυσικό περιβάλλον. Στη μεγάλη πόλη είναι πολύ εύκολο να βρεθείς μόνος σου με το πρόβλημά σου σ’ ένα διαμέρισμα».

Το ντοκιμαντέρ «Οταν φυσάει νοτιάς» της Καλλιόπης Λεγάκη, το οποίο θα κάνει πρεμιέρα στις 8 Μαρτίου στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, ρίχνει φως στη σημαντική δουλειά που κάνουν οι Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας στις Κυκλάδες. «Αυτό που είδα εγώ είναι μια πρωτοβουλία που αποπνέει ανθρωπισμό και γενναιοδωρία», επισημαίνει στη «Νέα Σελίδα» η σκηνοθέτις. Όπως μας αναφέρει, στη διάρκεια των γυρισμάτων η κάμερά της κατέγραψε το επιστημονικό προσωπικό των μονάδων, τους ανθρώπους που βιώνουν τον ψυχικό πόνο αλλά και όλη την κοινότητα που μπαίνει στον χορό της κοινοτικής ψυχιατρικής – ιερείς, δάσκαλους, δήμαρχους, κοινωνικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, λιμενικούς κ.ο.κ.

«Σκεφτείτε ότι έτσι εκπαιδεύεται μέχρι και ο ιερέας του νησιού να αναγνωρίζει τον άνθρωπο που πάσχει από πρόβλημα ψυχικής υγείας και δεν έρχεται απλώς να κάνει μια εξομολόγηση στο πλαίσιο της θρησκευτικής του πίστης. Κάτι ακόμα που με εντυπωσίασε από τις μαρτυρίες των ντόπιων ήταν ότι μέχρι να αρχίσει το έργο των μονάδων, οι άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα κλείνονταν μέσα στα σπίτια από τους συγγενείς τους.

Ή η εξομολόγηση που μας έκανε μια νεαρή κοπέλα στην Αντίπαρο που η μητέρα της αυτοκτόνησε από την κατάθλιψη. Ειδικά για τους ανθρώπους στο συγκεκριμένο νησί είναι πολύ ισχυρή η αντίθεση ανάμεσα στο καλοκαίρι, όταν το διεθνές τζετ σετ κάνει διακοπές στις πολυτελείς βίλες, συγκεντρώνοντας υψηλό τουρισμό και δημοσιότητα, και τον χειμώνα, όταν μια χούφτα κάτοικοι κυκλοφορούν μόνοι κι έρημοι στο απομονωμένο νησί. Η χαοτική αυτή διαφορά τούς βυθίζει στη θλίψη».

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΠΩΦΕΛΟΥΜΕΝΟΥ

    «Ο,τι καλύτερο μου συνέβη»

Η Ελευθερία Αφεντάκη μένει στην Τήνο από το 1993 μαζί με τα δύο παιδιά της, 20 και 22 χρόνων, και εργάζεται ως φύλακας στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών. Από το 2013 και για τρία χρόνια δέχτηκε συστηματικά την ψυχολογική φροντίδα του κλιμακίου της ΕΠΑΨΥ στο νησί. «Για πολλά χρόνια στη ζωή μου νόμιζα ότι οι ψυχολόγοι δεν χρειάζονται αν έχεις καλούς φίλους. Έκανα λάθος. Την πρώτη κρίση πανικού την έπαθα όταν ήμουν 40 ετών μέσα σ’ ένα λεωφορείο.

Ήταν μια δεκαετία που ένιωθα δύσκολα και περίεργα, αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη με τα καθημερινά προβλήματα για να αντιμετωπίσω το υπερβολικό άγχος μου. Χώρισα όταν ήμουν 27 ετών κι ενώ τα παιδιά μου ήταν πολύ μικρά – δύο μηνών και δυόμισι χρονών. Οι γονείς μου ήταν στην Αθήνα κι εγώ μόνη με δύο παιδιά στο νησί. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι οι φοβίες μου ήταν μη διαχειρίσιμες πλέον. Αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια. Το ότι πήγα εκεί και βοηθήθηκα ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη.

Η κα Αφεντάκη μας λέει πως τα ίδια θετικά αποτελέσματα από την παρουσία των κινητών μονάδων κερδίζουν ολοένα και περισσότεροι πια συντοπίτες της. «Όσο περνάει ο καιρός τόσος περισσότερος κόσμος επισκέπτεται το κλιμάκιο- οι γυναίκες βέβαια περισσότερο. Όσο για’ μενα παθαίνω ακόμα κρίσεις πανικού απλώς τώρα τις διαχειρίζομαι καλύτερα. Mετά από την βοήθεια που πήρα κατάφερα να μπω και σε αεροπλάνο!».

(Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 90 της εφημερίδας ‘Νέα Σελίδα’ την Κυριακή 24/02/2019)

*Δείτε εδώ το trailer του ντοκιμαντέρ ‘Όταν Φυσάει Νοτιάς’