Ανακοίνωση

Το τραύμα του Εμφυλίου αιμορραγεί ακόμη;

Η ανάγκη σύνθεσης και συναίνεσης παραμένει δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας

Με αφορμή τη διοργάνωση δύο ημερίδων (στις 20 και 27 Ιανουαρίου, στις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ) με θέμα «Ο Ελληνικός εμφύλιος, μια ψυχαναλυτική προσέγγιση» θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με την πολυπλοκότητα και τις δυσκολίες που υπάρχουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα, ακόμη και σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο μύθους που λειτουργούν συμπληρωματικά ή και αντιθετικά στις εκδοχές αντίληψης και κατανόησης του ελληνικού εμφυλίου: «τη μεταπολεμική προσέγγιση ή την εκδοχή των νικητών» και «τη μεταπολιτευτική προσέγγιση ή εκδοχή των ηττημένων» (Καλύβας Σ, Μαραντζίδης Ν, 2015). Οι εκδοχές αυτές, σύμφωνα με την μαρτυρία του Άγγελου Ελεφάντη (2002), είναι υποταγμένες σε πολιτικές αναγκαιότητες, είναι στρατευμένες. Η αναζήτηση ενός μύθου δικαίωσης και από την μία και από την άλλη πλευρά δημιουργούν μια διαρκή αναπαραγωγή της πόλωσης, μια ατμόσφαιρα ήττας της σκέψης μέσα σε ένα περιβάλλον φανατισμού που σε διαφορετικούς βαθμούς ιδεολογικοποιεί την ιστορία  εις βάρος της επιστημονικής γνώσης και της προσπάθειας μιας «εκ των υστέρων» (Φρόυντ) κατανόησης αυτών που διαδραματίστηκαν.

Έχω την εντύπωση ότι και οι επόμενες γενιές, που δεν είχαν  άμεση ανάμειξη ή εμπλοκή στα γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου, αντικαθιστούν τη  νηφάλια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής αυτής πραγματικότητας με έντονο συναισθηματισμό, με εξάρσεις αφανισμού του αντιπάλου, με πολεμική, με αυτοαναφερόμενο ρομαντισμό, με πρωτόγονη εξιδανίκευση της μιας ή της άλλης πλευράς. Μια τέτοια ψυχική εγγραφή της ιστορίας δεν αφήνει γκρίζες ζώνες ούτε ρωγμές, αλλά την αναπαραγωγή διπόλων θυτών-θυμάτων. Έτσι, διαγενεακά, φαίνεται να αναπαράγεται όχι μόνο από τη δράση μικρών ομάδων στα άκρα του πολιτικού φάσματος, αλλά και σε  ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, φαντασιακά, μια διχαστική και πολωτική ανάγνωση της ιστορικής αυτής περιόδου.

Αλλά ποια είναι η λειτουργία της μνήμης και του τραύματος σήμερα; Σύμφωνα με το «ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο» που καθορίζεται από πόλωση, φανατισμό και έλλειμμα διαλόγου, η ιστορική μνήμη, η ανίχνευση του παρελθόντος, ενώ θα έπρεπε να στηρίζεται περισσότερο στη λογική επεξεργασία, δηλαδή στην ιστορικοποίηση, διολισθαίνει εύκολα σε όρους τραυματικής μνήμης. Όπως ορθά υποστηρίζει ο Αντώνης Λιάκος (2007), «θυμόμαστε πράγματα που δεν τα βιώσαμε εμείς οι ίδιοι αλλά τα μάθαμε από τους γονείς μας, επομένως έχουμε μια συναισθηματική σχέση με αυτά, σαν να τα έχουμε ζήσει οι ίδιοι».

Η τραυματική μνήμη είναι εκείνη που δεν μπορεί να ταξινομηθεί, δεν μπορεί να ρηματοποιηθεί, να νοηματοδοτηθεί, επομένως να γίνει πραγματικό αντικείμενο ατομικής και συλλογικής ψυχικής επεξεργασίας. Αυτή η μνήμη δεν είναι νοσταλγία, δεν είναι προσπάθεια κατανόησης των ιστορικών γεγονότων αλλά προσφέρει όλο το ψυχικό υλικό για να λειτουργήσει η επανάληψη του τραύματος.

Και εδώ εξηγούμαι: Πώς τα τραυματικά ίχνη αναβιώνουν στις μέρες μας διαγενεακά τόσο σαν κλινικό υλικό μέσα από αφηγήσεις ασθενών μας όσο και σαν εγγραφή πόλωσης, μίσους και διχασμού στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο; Η τραυματική αυτή επανάληψη έχει τρεις στόχους: Α) Τη διατήρηση των κομματιών που είναι μη αναπαραστάσιμα ψυχικά, μη ανεκτά, ανείπωτα, τα οποία τροφοδοτούν μία τυφλή, θυμική εκφόρτιση. Β) Την αναζήτηση ενός νοήματος: Η επανάληψη οδεύει ενάντια στο νόημα αυτού που δεν θέλουμε να γνωρίζουμε, αυτού που θεωρούμε κομμάτι της ταυτότητάς μας αλλά ταυτόχρονα και αντικείμενο της άρνησής μας, της αποσιώπησης, της απώθησης. Γ) Μια άλλη λειτουργία της επανάληψης, που τη βλέπουμε στις ψυχοθεραπείες, είναι ότι μέσα από την αναβίωση των ακατέργαστων τραυματικών ιχνών προσπαθούμε να φθείρουμε την ίδια την επώδυνη επίδραση του παλαιού τραύματος, δηλαδή να σταματήσουμε την αιμορραγία.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την κατανόηση του σήμερα μια και «το παρελθόν είναι στο παρόν» (Α. Λιάκος); Σε ξένες εμπειρίες χωρών που έχουν ζήσει βαθύτατα εμφυλιοπολεμικά τραύματα ακολουθήθηκαν διαφορετικές διαδικασίες για την επούλωσή τους μέσα από θεσμοποιημένες πρακτικές συμφιλίωσης και συγχώρεσης. Τα παραδείγματα της Ρουάντας, της νότιας Αφρικής, της Αργεντινής, της Ισπανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι διαφορετικά μεταξύ τους αλλά πρέπει να μελετηθούν σε βάθος προκειμένου να καταλάβουμε γιατί μια τέτοια διαδικασία (όπως στην Ρουάντα και στη νότια Αφρική) δεν στάθηκε δυνατή στη χώρα μας. Πέρα από τις θεσμικές και ιστορικές πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του Ανδρέα Παπανδρέου με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, το κοινωνικό σώμα μέχρι σήμερα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί σε βάθος μια πραγματική διαδικασία πένθους τόσο ατομικού, όσο και συλλογικού γι’ αυτό που πραγματικά συνέβη.

Συνήθως, η αμνηστία παρέχεται από τις δομές εξουσίας που είναι κυρίαρχες προκειμένου να υπάρξει λήθη. Ωστόσο, αν πάρουμε το παράδειγμα της Αργεντινής, με την αμνηστία που επέβαλε ο Αλφονσίν και την επαναφορά επτά χρόνια μετά της ανάγκης για απονομή δικαιοσύνης απέναντι στα εγκλήματα της χούντας μετά από λαϊκή πίεση ή την ενεργοποίηση των αντιφασιστικών αντανακλαστικών μέρους του καταλανικού λαού (εγκλήματα φρανκικού καθεστώτος) με αφορμή το θέμα της αυτονομίας, όλα αυτά στοιχειοθετούν ότι όταν δεν υπάρχει ένα άλλο πλαίσιο, ένας τρίτος, ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη και όταν αυτό το πλαίσιο δεν παράγει και δεν συμβάλει στην επεξεργασία των ανείπωτων γεγονότων, τότε μοιραία θα οδηγούμαστε ως κοινωνία σε μια συλλογική επανάληψη του τραύματος.

Η ανάγκη σύνθεσης και συναίνεσης παραμένει δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας αρκεί να καταφέρουμε να ανοίξουμε ισχυρές ρωγμές στα αντιμαχόμενα μέρη, τα οποία διατηρούν επίκαιρη μια ασυνείδητη ιδεολογική πεποίθηση ότι τελικά θα δικαιωθούν ολοκληρωτικά. Η ασυνείδητη αυτή ιδεολογική πεποίθηση συνδέει με αιτιολογική συνάφεια τα ιστορικά γεγονότα  με την πίστη στο δόγμα.

Η εργασία της δημοκρατίας, όπως και η ψυχική εργασία, απαιτεί όχι μόνο την άρση της αποσιώπησης και της επιλεκτικής λήθης, αλλά και το θάρρος της νοηματοδότησης των εκατέρωθεν λαθών προκειμένου να υπάρξει ένα έδαφος πραγματικής συμφιλίωσης.

Δημοσίευση: Athens Voice

 

Write a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *