Ψυχική υγεία 2021: να μεταρρυθμίσουμε τη μεταρρυθμίσουμε τη μεταρρύθμιση, των Β. Μαυρέα & Σ. Στυλιανίδη (ΤΟ ΒΗΜΑ, 10/10

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 12/09/2021.
To 2019, μόλις έναν χρόνο πριν από την έναρξη της πανδημίας Covid-19, ο Π.Ο.Υ. ανακήρυξε
τη «διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό» (vaccine hesitancy) ως μία από τις 10
μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία.
Σήμερα η δραματική αυτή βεβαιότητα έχει ενισχυθεί περαιτέρω, χωρίς να μπορεί να γίνει
επιστημονικά στέρεος διαχωρισμός και διαφοροποίηση στην άμορφη μάζα των
αντιεμβολιαστών και, κατά συνέπεια, να αναδυθεί μέσα από την αναζήτηση της
καταλληλότερης μεθοδολογίας μια πιο αρμονική και λιγότερο διχαστική σχέση μεταξύ πειθούς
και καταναγκασμού-συμμόρφωσης.
Τέτοιου τύπου απλουστευτικές διχοτομήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ανατροφοδότηση ενός
φαύλου κύκλου ανταγωνισμού μεταξύ του επιστημονικού λόγου και του αντιεμβολιαστικού
φανατισμού, ο οποίος απέχει πολύ από τον στόχο της οικοδόμησης μιας αλυσίδας
εμπιστοσύνης βασισμένης στον ορθολογισμό.
Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (Washington Post 8/2021), οι δύο κυρίαρχοι
λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι επιλέγουν να μην εμβολιαστούν είναι το γεγονός ότι το
εμβόλιο είναι ένα νέο σκεύασμα και η πιθανότητα εμφάνισης άγνωστων παρενεργειών.
Σχεδόν ο μισός μη εμβολιασμένος πληθυσμός των ΗΠΑ ανησυχεί περισσότερο για τις πιθανές
παρενέργειες του εμβολίου παρά για τη νόσηση από Covid-19.
Ένας άλλος λόγος που καθιστά τον πληθυσμό διστακτικό και καχύποπτο απέναντι στην κρατική
πολιτική των εμβολιασμών είναι το «βίωμα μιας διαρκώς συρρικνούμενης ελευθερίας μέσα
από την επιβολή κακοποιητικών νόμων» (R. Kempf, Monde diplomatique, 9/2021).
Σύμφωνα με έγκριτους Γάλλους νομικούς, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού παραπέμπει
σε όρους επείγοντος κοινωνικού ελέγχου και πιθανής χρήσης ευαίσθητων προσωπικών
δεδομένων για άλλους σκοπούς.
Κατά σειρά φθίνουσας ισχύος (Hornsey et al. 2018), εντοπίζονται ισχυρότερες
αντιεμβολιαστικές αντιλήψεις σε όσους (α) εκδηλώνουν υψηλά επίπεδα συνωμοσιολογικής
σκέψης, (β) εκδηλώνουν υψηλή αντιδραστικότητα, (γ) αναφέρουν υψηλά επίπεδα απέχθειας
απέναντι στο αίμα και τις βελόνες και (δ) έχουν ισχυρές ατομιστικές/ιεραρχικές κοσμοθεωρίες.
Επιπλέον, οι Jensen et al. (2021), μελετώντας συγκεκριμένα τις επικρατέστερες θεωρίες
συνωμοσίας για την πανδημία Covid-19, εντόπισαν σημαντικές συσχετίσεις με την ηλικία (το
30% των ατόμων 30-39 ετών συμφώνησε πως η πανδημία αποτελεί μέρος ενός πλάνου για την
παγκόσμια εγκαθίδρυση των υποχρεωτικών εμβολιασμών), τον τόπο διαμονής (υψηλότερη
αποδοχή του εμβολιασμού σε μεγάλες πόλεις, όπως το Βερολίνο), το μεταναστευτικό
πολιτισμικό υπόβαθρο (οι μετανάστες εκφράζουν περισσότερες συνωμοσιολογικές απόψεις)
και το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης.
Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, η παρατήρησή τους ότι η συχνότητα χρήσης του Twitter
(μεγαλύτερα ποσοστά συνωμοσιολογικής σκέψης για την πανδημία μεταξύ των τακτικών
χρηστών της συγκεκριμένης πλατφόρμας) και άλλων εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων
λειτουργεί ενισχυτικά.
Σύμφωνα με τους Allington et al. (2021), η εκδήλωση δισταγμού απέναντι στον εμβολιασμό
κατά της Covid-19 συσχετίζεται με τη νεαρή ηλικία, το γυναικείο φύλο, το χαμηλό εισόδημα, το
χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, την υψηλή εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα ως πηγές
πληροφόρησης, τη χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στην τηλεόραση και στον Τύπο ως πηγές
πληροφόρησης, την υπαγωγή σε μη λευκές εθνοτικές ομάδες, τον χαμηλό αντιλαμβανόμενο
κίνδυνο νόσησης από Covid-19, τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους επιστήμονες και τους
υγειονομικούς, καθώς και τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση.
Οι υποψίες περί συνωμοσίας γύρω από την πανδημία Covid-19 και οι γενικότερες στάσεις
απέναντι στα εμβόλια εξηγούν το 35% της διακύμανσης των στάσεων απέναντι στον
εμβολιασμό κατά της Covid-19.
Είναι γνωστό από παλαιότερα (Haase et al. 2015) ότι οι ακτιβιστές του αντιεμβολιασμού
χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τη διάχυση της ατζέντας τους, συχνά μέσα από τη δημοσίευση
αφηγηματικών αναφορών για δήθεν παρενέργειες των εμβολίων.
Στην επικοινωνία μηνυμάτων που αφορούν τον κλάδο της υγείας, η προβολή των
πληροφοριών με τη μορφή αφηγήσεων έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς την
πειθώ των αποδεκτών του μηνύματος.
Η έρευνα σχετικά με το φαινόμενο της πειθούς έχει δείξει πως η αντιλαμβανόμενη αξιοπιστία
μιας πηγής πληροφοριών μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για την ενίσχυση ή για την
απόρριψη ενός μηνύματος που επιχειρεί να επικοινωνήσει η πηγή στον δέκτη.
Η έρευνα της Kappa Research (24-5/8/2021) ανέδειξε μερικά ευρήματα που συνάδουν με τα
διεθνή ερευνητικά δεδομένα.
Το γεγονός ότι 59% των ανεμβολίαστων θα προτιμούσαν να νοσήσουν παρά να κάνουν το
εμβόλιο και 78% δεν θα εφαρμόσουν το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού επιβεβαιώνει
το συμπέρασμα δύο γερμανικών μελετών ότι τα μηνύματα που παρουσιάζουν υψηλό
κίνδυνο/απειλή με στόχο την αύξηση των εμβολιασμών φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα,
ενισχύοντας τις αντιλήψεις περί επικινδυνότητας του εμβολιασμού και τις αντιστάσεις, οι
οποίες εκφράζονται με άρνηση, δυσπιστία, έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις
αρχές/θεσμούς που ασκούν την πίεση.
Η τεράστια διαφορά στο επίπεδο εμπιστοσύνης προς το ΕΣΥ και την κυβέρνηση μεταξύ
εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, κατά την έρευνα της Kappa Research, με κοινό υπέδαφος
τη χαμηλότατη εμπιστοσύνη (9% κατά μέσο όρο, 14% οι εμβολιασμένοι και 1% οι
ανεμβολίαστοι) προς τα ΜΜΕ και τα κόμματα (21% οι εμβολιασμένοι, 5% οι ανεμβολίαστοι),
σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά άγχους, στρες, στενοχώριας και θλίψης, δείχνουν ότι θα
πρέπει να επανεξεταστεί δομικά η μέχρι τώρα προσέγγιση προαγωγής της δημόσιας υγείας.
Πολύ εύστοχα ο Guardian σε άρθρο της σύνταξής του(6/2021) υποστήριξε ότι μια νομοθετική
πράξη δεν πρέπει να υποκαθιστά την προσπάθεια να υπερβούμε τα πρακτικά και
συναισθηματικά εμπόδια προς τον εμβολιασμό, αλλά να τη συνοδεύει.
Το να ακούει κανείς τους αντιεμβολιαστές, αντί να τους απορρίπτει ως ανόητους και
συνωμοσιολόγους, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξουν οι απόψεις τους απέναντι στον
εμβολιασμό.
Υπάρχουν καλές πρακτικές και επιτυχημένα προγράμματα προαγωγής και αγωγής υγείας,
διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τα οποία, με αντίστοιχα καλά εκπαιδευμένα στελέχη, μπορεί
να εφαρμοστούν σε ειδικές ομάδες ανεμβολίαστων προκειμένου να πειστούν και όχι να
στιγματιστούν. Είναι γνωστό άλλωστε πως ο στιγματισμός έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση
της εσωτερικευμένης οργής και ασυνείδητα καταδιωκτικά-παρανοϊκά άγχη, τα οποία, μαζί με
την αβεβαιότητα, βρίσκονται στον πυρήνα της συνωμοσιολογικής-ανορθολογικής σκέψης.
Συμπέρασμα: Τείχος εμπιστοσύνης πριν από το τείχος ανοσίας.
Το να ντροπιάζουμε τους άλλους και να τους κάνουμε διαλέξεις για το τι πρέπει να γίνει δεν
θα μας προστατεύσει από την Covid-19. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο συζητώντας
μαζί τους και απαντώντας τεκμηριωμένα και υπομονετικά σε όλες τις αιτιάσεις/αντιρρήσεις
τους, ακόμη κι αν είναι βαθιά ανορθολογικές.
του Στέλιου Στυλιανίδη
στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 27/06/2021
Η ελληνική κοινωνία βγαίνει δειλά-δειλά από μια πολυεπίπεδη κρίση και στην αρχή της ανάκαμψης συγκλονίζεται από μια φρικιαστική γυναικοκτονία. Η αρχική συμπάθεια προς τον αυτοθυματοποιημένο δράστη μετατρέπεται σε οργή μετά την αποκάλυψη της πράξης του. Ένα αίσθημα ανοίκειου σε σχέση με την ανθρώπινη φύση.
Είναι απαραβίαστη δεοντολογική αρχή να μην διατυπώνονται στο δημόσιο διάλογο διαγνώσεις και ψυχιατρικές εκτιμήσεις ως προς την ενδεχόμενη ψυχοπαθολογία και τα βαθύτερα κίνητρα αυτής της καταστροφικότητας.
Μια τέτοια ενδελεχής εκτίμηση μπορεί να γίνει αυστηρά και μόνο με συστηματική εξέταση του δράστη σε κλινικό πλαίσιο και με τη βοήθεια διαγνωστικών-ψυχομετρικών εργαλείων.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διατυπώσουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις:
– Από τα μέχρι τώρα δεδομένα φαίνεται να μην υπάρχει σύνδεση ψυχικής ασθένειας με την αποτρόπαια πράξη και επομένως οποιοδήποτε ελαφρυντικό για τον μη καταλογισμό.
– Η μεθοδικότητα, η χειριστικότητα, η μυθοπλαστική ικανότητα και το απόλυτο έλλειμμα ενσυναίσθησης του δράστη εναρμονίζονται με το συναισθηματικό πάγωμα της προσπάθειας εκλογίκευσης και την έλλειψη κάθε αυθεντικής συναισθηματικής δόνησης στην εκ των υστέρων δημόσια παρουσία του.
– Παρατηρούμε τον δράστη να είναι παρατηρητής της δικής του αφήγησης, αποστασιοποιημένος και ψύχραιμος, χωρίς ενοχές, αναστολές και ηθικό φραγμό.
– Η διαταραχή προσωπικότητας που στην προκειμένη περίπτωση θα χαρακτηριζόταν ως αντικοινωνική δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ψυχική ασθένεια, παρόλο που αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα της ψυχιατρικής και της εγκληματολογίας. Προσωπικά με βρίσκει αντίθετο η ψυχιατρικοποίηση ή ιατρικοποίηση συμπεριφορών οι οποίες παρεκκλίνουν από τις κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες και εντάσσονται στη σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου.
– Ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής προσωπικότητας (αντικοινωνικής ή δυσκοινωνικής) είναι η συναισθηματική σκληρότητα και αδιαφορία για τα συναισθήματα των άλλων, η έλλειψη σεβασμού απέναντι στα κοινωνικά πρότυπα, κανόνες και υποχρεώσεις παρά τη φαινομενική υπερπροσαρμιογή σε αυτά, η ανικανότητα διατήρησης σχέσεων διαρκείας, παρά την αρχική ευκολία σύναψης τους μέσω σαγηνευτικής συμπεριφοράς, πολύ μικρή ανοχή στη ματαίωση, χαμηλή ουδό στην εκτόνωση της επιθετικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της βίας, ανικανότητα βιώματος ενοχής και εκσεσημασμένη τάση μετάθεση της ευθύνης στους άλλους και διατύπωσης αληθοφανών εκλογικευτικών σχημάτων για την δικαιολόγηση της συμπεριφοράς.
– Αυτή η διαταραχή αρχίζει και εμφανίζεται στην προεφηβεία και την εφηβεία και συχνά χαρακτηρίζεται από έντονα ξεσπάσματα θυμού και ακατέργαστη επιθετικότητα.
Φίδια με κοστούμια
Τα άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας κατατάσσονται σε ένα ευρύ φάσμα, του οποίου ο ένας πόλος μπορεί να περιλάβει περιπτώσεις ακραία αποδιοργανωμένων, παρορμητικών και σαδιστικών ατόμων και ο άλλος πόλος του συνεχούς να περιλαμβάνει ακόμη και σαγηνευτικούς και ραφιναρισμένος αστούς, όπως του περιέγραψαν οι Babiak & Hare στο βιβλίο τους “φίδια με κοστούμια” (2007).
Ο σαδισμός, το βίωμα της ευχαρίστησης μέσω της κυριαρχίας και της οδύνης του άλλου, είναι κλινικά εμφανή σε αυτά τα άτομα, στη σκληρότητα απέναντι στα ζώα κατά την παιδική ηλικία, ιδιαίτερα προς τα κατοικίδια.
Η πρόκληση του βασανιστηρίου αποτελεί την προσπάθεια του παιδιού να αμυνθεί απέναντι στην ίδια του την ανημποριά μέσω της επιβολής παντοδύναμου ελέγχου πάνω σε ένα άλλο αντικείμενο.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με την ανάδυση ενός πρωτόγονου φθόνου: Εφόσον δεν σε ελέγχω και δεν σε έχω όπως θέλω εγώ, θα σε καταστρέψω.
Ο κακοήθης ναρκισσισμός του δράστη τον ώθησε να υφάνει ένα ολόκληρο επικοινωνιακό χειριστικό παιχνίδι με στόχο την παραπλάνηση, τη χειραγώγηση των οικείων του την κοινή γνώμη, την ψευδαίσθηση του ελέγχου όλων των άλλων και, σε τελευταία ανάλυση, την αποφυγή της τιμωρίας του.
Όντας ο ίδιος ανίκανος ενσυναίσθησης και αναστοχασμού, επεξεργασίας τύψεων και ενοχών, αποστασιοποιήθηκε από την ίδια την πράξη του οργανώνοντας με συστηματικότητα μια “συνεκτική” αφήγηση η οποία αρχικά τροφοδότησε ένα κοινωνικό στερεότυπο και συλλογική προκατάληψη εισβολέων αλλοδαπών.
Ένας επιτυχημένος και όμορφος με κοινωνική δικτύωση ενήλικας 27 χρόνων που συνάπτει σχέση με μια 14χρονη έφηβη το κάνει από αυθεντική αγάπη ή χρησιμοποιεί τη μαθήτρια ως ναρκισσιστική λάφυρο, προκειμένου να τη μορφοποιήσει όπως ο ίδιος επιθυμεί; Και η εγκυμοσύνη στα 18 πριν η ίδια αποκτήσει οποιαδήποτε δυνατότητα αυτονομίας δεν είναι μια πρόσθετη ένδειξη της επιθυμίας του για πατριαρχικό έλεγχο και ενδεχομένως εξευτελισμό του άλλου μέσω της άκριτης υποταγής του;
Ο Χορός της τραγωδίας
Στην αρχή η είδηση προκάλεσε ακροδεξιά έξαρση με κραυγές για απελάσεις, αυτοάμυνα, οπλοκατοχή και θανατική ποινή. Το θυμικό εις βάρος στοιχειωδών δημοκρατικών κανόνων. Στη συνέχεια ξεκίνησε ένα debate, πάλι ιδεολογικά φορτισμένο, για τον όρο γυναικοκτονία, συσκοτίζοντας για πολλοστή φορά την ανάγκη μιας ουσιαστικής και νηφάλιας συζήτησης για την αποκωδικοποίηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται αυτές οι αντικοινωνικές προσωπικότητες.
Το πιο νοσηρό ήταν η δημοσιοποίηση και ο σχολιασμός αποσπασμάτων του ημερολογίου του θύματος, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ποινική διαδικασία, με υπόρρητη πρόθεση διασυρμού της Καρολάιν. Και βέβαια οι συμβουλές συνδικαλιστή αστυνομικού προς επίδοξους γυναικοκτόνους πώς θα «πέσουν στα μαλακά».
Ξεχωριστή θέση στον κοινωνικό θόρυβο έχει ο ρόλος της “ψυχολόγου” που έβλεπε το θύμα πριν τη δολοφονία του. Πέρα από την αναξιοπιστία των τίτλων της και την απάτη που αυτό συνεπάγεται πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κατά δήλωση της ίδιας έβλεπε το θύμα με το δράστη μαζί και χωριστά, κάτι που παραβιάζει κάθε έννοια ψυχοθεραπευτικής δεοντολογίας, επιστημονικής συγκρότησης και παραπέμπει περισσότερο στην ικανότητα του γυναικοκτόνου να χειριστεί δι ίδιον όφελος και την υποτιθέμενη ψυχολόγο για την εκπλήρωση του σχεδίου του αλλά και τη δική της απόλυτη ανεπάρκεια και το ηθικό έλλειμμα πίσω από την όπως-όπως άσκηση ενός κλινικού επαγγέλματος το οποίο εξευτέλισε.
Συμπερασματικά
Οφείλουμε ως κοινωνία να διαπραγματευτούμε με μια διπλή ανασφάλεια και αβεβαιότητα:
– Την αποκωδικοποίηση τέτοιων καταστροφικών συμπεριφορών οι οποίες προέρχονται από “σαγηνευτικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας”.
– Την προστασία της δημόσιας υγείας, μέσα από αυστηρές θεσμικές παρεμβάσεις ανεξαρτήτως συντεχνιακού κόστους, από κάθε είδους κομπογιαννίτες οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ψυχική οδύνη και τα ενδοοικογενειακά αδιέξοδα προσφέροντας δήθεν υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Θεσμικά καθίσταται απολύτως αναγκαία η δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικών δομών στις οποίες θα μπορούν να απευθύνονται με όρους εμπιστευτικότητας και προστασίας γυναίκες που κακοποιούνται, απειλούνται, φοβούνται, υποφέρουν μέσα σε σχέσεις δηλητηριασμένες από τα χειρότερα κατάλοιπα μας πατριαρχικής κουλτούρας.
Η πανδημία COVID-19 αποτελεί για τον πλανήτη αλλά και για την Ελλάδα μια τεράστια δοκιμασία, η οποία επηρέασε όλες τις σφαίρες της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Μεταξύ άλλων, η ανάδυση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας έχει τεκμηριωθεί σε μια σειρά από μελέτες, τόσο διεθνείς όσο και ελληνικές.
Οι πιο συχνές ψυχικές διαταραχές ύστερα από μια καταστροφή είναι η μείζων κατάθλιψη, το μετατραυματικό στρες, οι αγχώδεις διαταραχές, η αύξηση στη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η αύξηση της οικογενειακής βίας (Mari & Oquendo, 2020).
Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι τουλάχιστον 5 διαφορετικές συνέπειες της πανδημίας θα έχουν επιπτώσεις στην ψυχική υγεία:
1. Η εικόνα των ερημωμένων πόλεων και περιοχών ενεργοποίησε οξείες αντιδράσεις στρες, όπως η αγωνία μήπως μολυνθεί κάποιος ή μολύνει άλλους, καθώς και φόβο και άγχος θανάτου.
2. Η δεύτερη συνέπεια προέρχεται από την ανάγκη εγκλεισμού, η οποία οδήγησε σε εκτεταμένα βιώματα ανημποριάς, βαρεμάρας, άγχους, αγωνίας, ευερεθιστότητας και θυμού απέναντι στην απώλεια της ελευθερίας. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι απλά μια προσαρμογή στις νέες συνθήκες και όχι απαραίτητα παθολογικές.
3. Η τρίτη συνέπεια είναι οι πολυάριθμοι νεκροί από την COVID-19 στα υπερφορτωμένα νοσοκομεία. Νεκροί οι οποίοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενεργοποίησαν περιπτώσεις περιπεπλεγμένου πένθους με κατάθλιψη και κίνδυνο αυτοκτονίας σε οικεία άτομα.
4. Οι επιζήσαντες από νοσηλεία ύστερα από COVID-19 σε ΜΕΘ μπορεί να παρουσιάσουν μελλοντικά επεισόδια μείζονος κατάθλιψης, μετατραυματικού στρες και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.
5. Τέλος, οι οικονομικές απώλειες, η ανεργία, η ανασφάλεια τροφής και οι αυξανόμενες κατά τη διάρκεια της πανδημίας κοινωνικές ανισότητες μπορούν να ενεργοποιήσουν οξύ στρες, το οποίο κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια κατάσταση χρόνιου στρες, σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού και κατά συνέπεια να αποτελέσει υπέδαφος για την ανάπτυξη νέων ψυχιατρικών διαταραχών.
Μια σειρά από πρόσφατες έρευνες στη χώρα μας (Giannopoulou & Tsobanoglou, 2020, Peppou, Economou, Skali & Papageorgiou, 2020, Parlapani et al., 2020, Fountoulakis et al., 2021, Papadopoulou et al., 2021, Skapinakis et al., 2020) τεκμηριώνουν τις σοβαρές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις που παρατηρούνται στο σύνολο του πληθυσμού, είτε έχουν νοσήσει είτε όχι.
Μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, αναδεικνύεται η αύξηση συμπτωμάτων αγχώδους διαταραχής έως και 45%, η κλινική κατάθλιψη στον γενικό πληθυσμό σε ποσοστό έως 9,31%, με ένα πλέον 8,5% να αντιμετωπίζει σοβαρή δυσφορία. Αυξημένο άγχος και συναισθήματα κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένων και των υποκλινικών περιπτώσεων, υπήρχαν σε περισσότερο από το 40% του πληθυσμού, όπως επίσης και υποτροπές σε άτομα που εμφάνιζαν ψυχιατρική νοσηρότητα πριν από την έναρξη της πανδημίας.
Το άμεσο κόστος των ψυχικών διαταραχών συχνά αναφέρεται στο «ορατό κόστος» που συνδέεται με τη διάγνωση και τη διάγνωση και τη θεραπεία εντός του συστήματος Υγείας: φαρμακευτική αγωγή, ιατρικές επισκέψεις, ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, νοσηλείες κλπ. Αντίθετα, το έμμεσο κόστος αφορά το «αόρατο κόστος» που σχετίζεται με τις απώλειες εισοδήματος λόγω θνησιμότητας, αναπηρίας και αναζήτησης ιατρικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας σε παραγωγικότητα λόγω απουσίας από την εργασία ή/και πρόωρης συνταξιοδότησης.
Το κενό στη θεραπεία για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο σε κάθε άλλον ιατρικό τομέα. Η πρόσβαση στην ψυχιατρική φροντίδα είναι γενικώς περιορισμένη λόγω της έλλειψης προσωπικού και υποδομών, ενώ δεν προσφέρονται αποτελεσματικές, ερευνητικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Σημαντικότερα, υπάρχει ιδιαίτερη έλλειψη σε εστιασμένες παρεμβάσεις, ακόμα και σε χώρες υψηλού εισοδήματος (Trautmann, Rehm & Wittchen, 2016).
Παγκοσμίως, 1 στα 2 άτομα αντιμετωπίζουν ψυχιατρική διαταραχή κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ανά πάσα στιγμή, ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζουν 1 στους 5 (OECD, 2019). Η απώλεια παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα του άγχους και της κατάθλιψης στοιχίζει στην παγκόσμια οικονομία 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Συνολικά, η χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας εκτιμάται πως στοίχιζε για την παγκόσμια οικονομία περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε ελλείμματα υγείας και απώλεια παραγωγικότητας το 2010, ενώ αυτό το κόστος προβλέπεται να ανέρχεται σε 6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2030 (Lancet, 2020).
Σύμφωνα με τον Χάρτη Ψυχικής Υγείας του ΠΟΥ για το 2017 (WHO Mental Health Atlas 2017), η μέση κρατική δαπάνη για την ψυχική υγεία αφορά λιγότερο από το 2% των προϋπολογισμών υγείας των διαφόρων κρατών. Στην παρούσα φάση, το κόστος της φροντίδας ψυχικής υγείας μπορεί να φτάνει έως και το 4% του ΑΕΠ (OECD, 2019). Το οικονομικό κίνητρο για επένδυση στην ψυχική υγεία είναι, ωστόσο, υψηλό: για κάθε 1 δολάριο που επενδύεται στην αναβάθμιση της φροντίδας για την κατάθλιψη και το άγχος, υπάρχει επιστροφή 4 δολαρίων λόγω της βελτίωσης της υγείας και της αύξησης της παραγωγικότητας (Lancet, 2020).
Στη χώρα μας, σε προηγούμενες έρευνες, το χάσμα ψυχικής υγείας (ανάγκες – μη θεραπευόμενη νοσηρότητα Vs θεραπείας – ψυχοκοινωνική φροντίδα) είναι 1 προς 4. Δηλαδή μόνο 1 στους 4 λαμβάνει κάποια μορφή βοήθειας, έστω και ελλειμματικής.
Αρκετά από τα εμπόδια απέναντι στην πρόοδο και στη βελτίωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορούν να ανατραπούν μέσα από τη δημιουργία πολιτικών που προωθούν την προσβάσιμη και ανθρωπιστική φροντίδα ψυχικής υγείας (Christensen et al., 2020). Αρα, αν δεν αλλάξουμε την πολιτική ατζέντα επένδυσης στην ψυχική υγεία, το προβλεπόμενο συνολικό κόστος θα είναι υπερτετραπλάσιο της επένδυσης σε cost – effective παρεμβάσεις, ιδιαίτερα για τις κοινές ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη).
Η πανδημία έχει αναδείξει με τον πιο δραματικό τρόπο τη σημασία του κοινωνικού κράτους και ενός ισχυρού συστήματος δημόσιας Υγείας. Σε αυτό το άρθρο μιλήσαμε για οικονομικό κόστος. Ωστόσο, το συναισθηματικό – ψυχικό κόστος και η οδύνη τόσο των ασθενών όσο και των οικογενειών τους δεν μετριούνται σε ευρώ. Τα καταλαβαίνουμε μόνο όταν αναμετρηθούμε με το βίωμά τους.
Για να μπορέσει να υπάρξει ανάκαμψη μετά την πανδημία, απαιτείται ένα συγκροτημένο εθνικό σχέδιο με ισχυρή διακομματική συναίνεση μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες, στο πλαίσιο μιας whole society approach σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ.
Σε μια χώρα που φθίνει δημογραφικά, δεν είναι αρκετό ένα κράτος πρόνοιας που να στηρίζεται απλά και μόνο σε επιδόματα. Εάν δεν απαντήσουμε ορθολογικά στα σωστά ερωτήματα για τη διαχείριση των πόρων και για τη μελλοντική προοπτική της κοινωνικής συνοχής, του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του μοντέλου του κοινωνικού κράτους, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βρούμε αποδοτικές και έξυπνες λύσεις για τις διαρκώς διογκούμενες ανάγκες.
Προτάσεις για την επικαιροποίηση της μετέωρης και ασθμαίνουσας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης υπάρχουν τεκμηριωμένες εδώ και μια 10ετία (Μαυρέας & Στυλιανίδης, 2011, ΨΥΧΑΡΓΩΣ Γ’), όπως επίσης και ολοκληρωμένο σχέδιο για νέες, καινοτόμες παρεμβάσεις στην κοινότητα (έγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση, κατ’ οίκον φροντίδα, κινητές μονάδες). Υπάρχει άραγε η πολιτική βούληση για την υλοποίησή τους;
Αν όχι τώρα, πότε;
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, καθώς και ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ).
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Στην ψυχαναλυτική προσέγγιση των ομάδων υπάρχει, μεταξύ άλλων, μια πολύ ενδιαφέρουσα έννοια, αυτή της ομαδικής αυταπάτης και της λειτουργίας της πίστης.
Γράφει ο Στυλιανός Στυλιανίδης
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Στην ψυχαναλυτική προσέγγιση των ομάδων υπάρχει, μεταξύ άλλων, μια πολύ ενδιαφέρουσα έννοια, αυτή της ομαδικής αυταπάτης και της λειτουργίας της πίστης.
Ο σημαντικός γάλλος ψυχαναλυτής και ιδρυτής της γαλλικής ομαδικής ψυχαναλυτικής σχολής D. Anzieu (1975) περιέγραψε σαν βασική έννοια κατανόησης της λειτουργίας μιας ομάδας την ομαδική αυταπάτη: Η αυταπάτη είναι η πίστη στην εκπλήρωση της προσωπικής προσδοκίας μέσω της ομάδας. Αυτή η αυταπάτη είναι θεμελιώδης προκειμένου να υπάρχει συνέχεια και συνοχή μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας. Η πίστη και η ομαδική αυταπάτη είναι αμυντικές λειτουργίες τις οποίες αναπαράγει η ομάδα προκειμένου να αποφύγει τη δοκιμασία της αμφισβήτησής της σε σχέση με την αρχή της πραγματικότητας, όπως επίσης την επώδυνη ματαίωση και κατάθλιψη σε ατομικό επίπεδο.
Το «εμείς» έχει ανάγκη το «εγώ» όσο και το «εγώ» το «εμείς». Συνεπώς, όταν η ρευστότητα της ταυτότητας μιας κοινωνικής ομάδας είναι μεγάλη και όταν απειλείται η συνοχή της από την εξωτερική πραγματικότητα, τότε μέσω ασυνείδητων συμμαχιών, όπως η συμφωνία της διάψευσης (άρνηση της πραγματικότητας από όλα τα μέλη της ομάδας), επικρατεί η ομαδική αυταπάτη προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι βασικές πεποιθήσεις, βεβαιότητες και προκαταλήψεις της ομάδας.
Η σχηματική αυτή ψυχαναλυτική αναφορά μας προσφέρει μια βάση κατανόησης προκειμένου να αντιληφθούμε πώς οι συλλογικές εθνικές φαντασιώσεις προσκρούουν σε μια πολύπλοκη εξωτερική πραγματικότητα και γιατί οι ευσεβείς πόθοι της ομάδας αποτελούν, τελικά, μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του.
Τρία παραδείγματα:
l Πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε μαζική άρνηση της πραγματικότητας («η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική») μέσα από μια εθνική μυθοπλασία και τον εγκλωβισμό σε μια λαϊκιστική φαντασίωση άρρηκτης συνέχειας της αρχαιοελληνικής παράδοσης και του σύγχρονου ελληνισμού. Το ιστορικό κόστος που πλήρωσε η χώρα μας για τη συντήρηση αυτής της αυταπάτης υπήρξε βαρύ και το όφελος από τον συμβιβασμό τεράστιο παρόλο που αυτό δεν εσωτερικεύθηκε ως πρόταγμα και δίδαγμα.
l Το διακύβευμα στα ελληνοτουρκικά είναι ακόμη μεγαλύτερο. Οσο πιο επικίνδυνα γίνονται τα πράγματα τόσο πιο ελκυστική γίνεται η άρνηση της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα η ομαδική αυταπάτη να αναπαράγει συνεχώς διχοτομήσεις μεταξύ πατριωτών και εθνομηδενιστών. Η προσήλωση στο δόγμα της ακινησίας έχει στη βάση της τη συλλογική πεποίθηση-αυταπάτη ότι η Ελλάδα έχει δίκιο σε όλα και ότι αυτό το δίκιο θα της αναγνωριστεί διεθνώς αρκεί να μην κάνει πίσω από την κόκκινη γραμμή. Αποτελεί ταμπού οποιαδήποτε ρεαλιστική άποψη που θα υποστηρίξει π.χ. ότι η διεθνής δικαιοσύνη/διαιτησία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει πλήρη επήρεια στο Καστελλόριζο και δαιμονοποιείται έτσι ο διάλογος στη βάση της διπλωματικής/γεωπολιτικής πραγματικότητας που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις εθνικές φαντασιώσεις. Το δόγμα της ακινησίας στο Κυπριακό έχει σαν αποτέλεσμα τη συνέχιση του status quo της κατοχής. Και το ίδιο δόγμα στο Αιγαίο έχει σαν αποτέλεσμα τη διάχυση της γκριζοποίησης.
l Πρόσφατα ο μηχανισμός της ομαδικής αυταπάτης λειτούργησε καθοριστικά στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Στη διάρκεια της πραγματικά επιτυχημένης αντιμετώπισης του πρώτου κύματος της πανδημίας αναπτύχθηκε ένα συλλογικό αίσθημα υπεροχής στα όρια της μεγαλομανίας. Η σύγκριση υπέρ μας σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους τροφοδότησε υπέρμετρα το αίσθημα εθνικής παντοδυναμίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν εσωτερικεύθηκε η ανάγκη τήρησης προληπτικών μέτρων, δεν αναπτύχθηκε ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη, πόσο μάλλον ατομική ευθύνη, δεν αντλήθηκαν τα διδάγματα του τέλους της τεχνολογικής και επιστημονικής επάρκειας απέναντι σε μια ασύμμετρη υγειονομική απειλή. Η επιβολή προστίμων δεν συμβάλει και δεν επιβάλλει αναστοχασμό, ούτε την αναγκαία ψυχική επεξεργασία που θα βοηθούσε πραγματικά τη συνοχή της κοινότητας. Η κυριαρχία σε ένα μέρος του πληθυσμού θεωριών συνωμοσίας για την πανδημία Covid-19 συνδέεται με την ομαδική αυταπάτη και την επικράτηση πρωτόγονων ψυχολογικών μηχανισμών: Δεν υπάρχει ιός και το κλίμα συναγερμού κατασκευάστηκε από παγκόσμια κέντρα εξουσίας για λόγους κοινωνικού ελέγχου.
Συμπερασματικά: Οι ομαδικές αυταπάτες όταν συνδέονται με σοβαρά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δημόσιας υγείας και κοινωνικής συνοχής, οδηγούν σε ανεπαρκή ανάλυση της πραγματικότητας, καθήλωση σε αναχρονισμούς και ανορθολογισμό, σημαντική αδυναμία σύνθεσης και συναινέσεων απέναντι σε εθνικά και πατριωτικά διακυβεύματα.
Τελικά οδηγούν σε αντιλήψεις θυματοποίησης του κράτους-έθνους που φέρνουν ατομική και συλλογική αδράνεια και ένα βίωμα συλλογικού εφησυχασμού.
Οταν η απλή αναγνώριση της πραγματικότητας ισοδυναμεί με απειλή εξαφάνισης του έθνους, τότε ηττώνται η δημιουργικότητα, η σκέψη και η πρόοδος. Η ακραία εξιδανίκευση των «αναλλοίωτων» εθνικών χαρακτηριστικών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα παράγει παρακμή μέσα από την ακινησία που τροφοδοτείται από την ομαδική αυταπάτη.
Ο κ. Στυλιανός Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 29/03/2020.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: Ο ΙΟΣ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
Το ιστορικό σοκ της πανδημίας του COVID_19 αναδεικνύει με θορυβώδη τρόπο -μεταξύ των άλλων- τις συνήθεις όψεις ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, κοινωνικής απομόνωσης και αποκλεισμού. Η μετάβαση των Αθηναίων στα εξοχικά τους, νησιωτικά και ηπειρωτικά, σε πρώτο επίπεδο μπορεί να μεταφράζεται σε μια προσωρινή ανακωχή με τον αόρατο εχθρό, αλλά μας θυμίζει -εάν έχουμε στοιχειώδη ενσυναίσθηση- όλους εκείνους που στοιβάζονται ασφυκτικά στα μικρά διαμερίσματα, τους μοναχικούς, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, όλους όσους έχουν μια εξαιρετικά δύσκολη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και ψυχικής υγείας.
Η τεκμηριωμένη διεθνής έρευνα δείχνει από την εποχή της οικονομικής κρίσης ότι η ανθεκτικότητα των ατόμων επηρεάζεται καθοριστικά από το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο: Η διαπροσωπική εμπιστοσύνη (οριζόντιο κοινωνικό κεφάλαιο) και η εμπιστοσύνη στους πολιτειακούς θεσμούς (κάθετο κοινωνικό κεφάλαιο), στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, συνδέονται με το χαμηλό εισόδημα, την οικονομική δυσπραγία, τα χρέη, την ανεργία, την επισφάλεια, το έλλειμμα ελπίδας απέναντι στην αβεβαιότητα και τη ρευστότητα του μέλλοντος.
Με αυτά τα επιστημονικά δεδομένα, ίσως ήρθε η στιγμή να σκεφτούμε ξανά τη σοβαρή επένδυση σε πόρους στα δημόσια συστήματα υγείας και κοινωνικής φροντίδας που, όπως βλέπουμε και στην εν εξελίξει υγειονομική κρίση, αδυνατούν να “αυτορυθμιστούν” από τους νόμους της αγοράς.
Το τρομακτικό έλλειμμα κλινών στις ΜΕΘ, σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε εξοπλισμό, σε αντιδραστήρια αποτελεί μια απειλή για την ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε πάλι με τη διαδικασία του επείγοντος.
Ιατρικά είμαστε ίσοι απέναντι στον ιό, αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι.
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ
Είναι φυσικό όλοι να βιώνουμε μια πραγματικότητα πλημμυρισμένη από πληροφορίες, αξιόπιστες ή ψευδείς, θεωρίες συνωμοσίας, άλογες συμπεριφορές και αντιδράσεις, πανικό, άγχος και επιθετικότητα. Είναι άλλο η πραγματική απειλή και άλλο η αναπαράστασή της μέσα μας: Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τα αναγκαία μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του κινδύνου, αλλά να είμαστε σε μια ψυχική ετοιμότητα ώστε να μη φοβόμαστε περισσότερο τη φαντασία μας.
Νομίζω ότι ο φόβος είναι το άλλο μισό του θάρρους. Πρέπει να τον δεχτούμε. Το κουράγιο δεν αντιπροσωπεύεται από τον άνθρωπο που δεν έχει φόβο αλλά από εκείνον που αναγνωρίζει τον φόβο και θέλει να τον αντιμετωπίσει. «Το θάρρος είναι φτιαγμένο από φόβο» έλεγε η Οριάνα Φαλάτσι.
Είμαστε σε μια διαρκή αλληλεπίδραση του ιδιωτικού μας χώρου με τον δημόσιο χώρο και τα κοινωνικά δίκτυα: Μέσα από αφηγήσεις ασθενών μου παρατηρώ μία ταλάντωση μεταξύ μίας καταθλιπτικής θέσης ενός εσωτερικού καταδιώκτη (εγώ φταίω που φοβάμαι, εγώ αισθάνομαι αδύναμος να προστατεύσω τους δικούς μου και να προστατευθώ) και στη θέση μάχης απέναντι σε έναν εξωτερικό καταδιώκτη, τον ιό. Ο,τι δεν έχουμε επεξεργαστεί ψυχικά με σχετική επάρκεια έρχεται στην επιφάνεια και μας οδηγεί συχνά να υιοθετούμε ανέξοδα μια στιγματίζουσα συμπεριφορά απέναντι στους συμπολίτες μας που αρρώστησαν ή διαγνώστηκαν ως φορείς.
Θυμώνουμε, γινόμαστε επιθετικοί, μπαίνουμε σε μια κατάσταση πανικού λόγω της ασφυξίας που προκαλεί ο υποχρεωτικός εγκλεισμός, η δοκιμασία των στενών μας σχέσεων, το αφόρητο της αβεβαιότητας και το άγνωστο της χρονικής διάρκειας της απειλής.
Οι ατομικές και συλλογικές φαντασιώσεις βρίσκονται σε μια συνθήκη απρόβλεπτου σφιχταγγαλιάσματος. Μεταξύ πανικού και αδιαφορίας, καταστροφικότητας και σκεπτικισμού.
Εάν απέναντι στο άγχος θανάτου και αφανισμού υιοθετήσουμε θεωρίες συνωμοσίας ή παρανοειδείς αντιδράσεις τότε κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε μια μαζική ψυχική μόλυνση προσπαθώντας ασυνείδητα μέσα από αποδιοπομπαίους τράγους να ξορκίσουμε το κακό.
Όπως μου είπε πρόσφατα ένας ασθενής μου, “σαν να έχουμε μπει όλοι σε ένα ψυχιατρείο και να μην ξέρουμε αν και πότε θα φύγουμε”.
Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑΣ
Ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει μάθει να κινείται με τη βεβαιότητα της ανάπτυξης, της προόδου, του ελέγχου, του σχεδιασμού, της ορθολογικής πρόβλεψης του μέλλοντος. Η πανδημία κινητοποιεί μια σειρά από διαφορετικούς μηχανισμούς άμυνας (διχοτόμηση, διανοητικοποίηση, άρνηση, εκδραμάτιση, καταστολή των συναισθημάτων) προκειμένιυ να ενισχύεσει την ασυνείδητη ανάγκη μιας διάψευσης αυτής της καταλυτικής αβεβαιότητας και του “ακίνητου” χρόνου. Κάθε μηχανισμός άμυνας προσφέρει μια προσωρινή λύση και ψυχική ανακούφιση η οποία προσπαθεί να κρύψει το άγχος της απειλής, το άγχος θανάτου, την υπαρξιακή αβεβαιότητα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη θορυβώδη αντίφαση μεταξύ της ιδέας της διαρκούς προόδου, της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας μας, της χωρίς ρωγμές εικόνας μας και την απομόνωση των κοινωνικών μας επαφών, την αλλαγή των συνηθειών μας την οικονομική ύφεση τον λιμνάζοντα χρόνο της καθημερινότητάς μας, η οποία μέχρι τώρα δεν μας προσέφερε ούτε ελάχιστο χρόνο και ψυχικό χώρο αναστοχασμού.
Πέρα από τις πρακτικές συμβουλές διαχείρισης των ψυχικών προβλημάτων που προέρχονται από αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση, είναι σημαντικό να έρθουμε ουσιαστικά σε επαφή με το βίωμα της προσωπικής ευθύνης, να αναλάβουμε πλήρως την ανθρώπινη ιδιότητά μας ως αντίδοτο απέναντι στο φόβο και την αδιαφορία. Ίσως είναι η στιγμή να ανακαλύψουμε αχαρτογράφητους σε εμάς μέχρι σήμερα ψυχικούς και φυσικούς πόρους, να χαρούμε από τις στιγμές ενσυναίσθησης και ύφανσης ψυχικών δεσμών με τους άλλους.
Η συναισθηματική μας εμπειρία και νοημοσύνη μπορεί να φανεί ίσως πιο χρήσιμη αυτές τις μέρες από την παθητική παρακολούθηση της επιδημιολογικής καμπύλης της διασποράς του ιού.
Βρισκόμαστε σε ένα θεμελιακό παράδοξο κοινωνικής απόστασης και ουσιώδους ανάγκης για ψυχική εγγύτητα.
“Ο,τι μετράει δεν σημαίνει πως μετριέται και ό,τι μετριέται δεν σημαίνει πως μετράει” (Α. Αϊνστάιν, 1963).
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Μικρά βήματα έχουν γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια στον τομέα της φροντίδας και περίθαλψης των ασθενών με ψυχιατρικά προβλήματα. Παρότι τα θεμέλια για την υλοποίηση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης μπήκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, λίγο μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και ενισχύθηκαν τη δεκαετία του ’90 με τη δημιουργία των πρώτων δομών αποασυλοποίησης και επανένταξης των ψυχικά πασχόντων, στην κοινωνία, το φιλόδοξο σχέδιο ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Η πλημμελής ή η μη εφαρμογή του νόμου περί αναγκαστικών νοσηλειών, ο «κοινωνικός αυτοματισμός» μεταξύ ψυχιατρικού και δικαστικού συστήματος, ώστε να προκρίνεται ως μέσο ρουτίνας η «λύση» της αναγκαστικής νοσηλείας, το έλλειμμα συνέχειας της φροντίδας και των κοινοτικών δομών ψυχιατρικής φροντίδας, ο κατακερματισμός και ο χαμηλού επιπέδου συντονισμός μεταξύ των υπηρεσιών και η έλλειψη διαχρονικά ισχυρής πολιτικής βούλησης, συνθέτουν το παζλ των προβλημάτων. Μία από τις τραγικές συνέπειες της μη ολοκλήρωσης της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης στην Ελλάδα είναι το ανησυχητικά υψηλό ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών, το οποίο βαίνει αυξανόμενο στα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών στην Ελλάδα «σκαρφάλωσε» στο 74,5% το 2014 και δείχνει αυξητικές τάσεις, από 57,4% που ήταν το 2011, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 13,6%.Οι παραπάνω διαπιστώσεις έγιναν από έλληνες και ξένους ειδικούς επιστήμονες που συμμετείχαν στις εργασίες του 2ου Συνεδρίου Ψυχικής Υγείας, παρουσία του υπουργού Υγείας κ. Ανδρέα Ξανθού, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ επανέλαβε τις περσινές εξαγγελίες. Μίλησε, μεταξύ άλλων, για «επανεκκίνηση» της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης με βήματα που θα διασφαλίζουν την ομαλή μετάβαση από την ασυλικού τύπου περίθαλψη στην αξιόπιστη φροντίδα των χρονίων ψυχικά ασθενών σε κοινοτικού τύπου δομές (ξενώνες, οικοτροφεία, προστατευόμενα διαμερίσματα κ.λπ.), στην ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Ψυχικής Υγείας και στη διασφάλιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ασθενών. Ο κ. Ξανθός έδωσε μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Ψυχικής Υγείας και στη διασύνδεσή της με τις υπόλοιπες υπηρεσίες ΠΦΥ του ΕΣΥ. Διαφορετικά, είπε, «κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης κινδυνεύει να παραμείνει κενό γράμμα και άσκηση επί χάρτου». Ολα αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο θα συνοδευτεί από ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης των Τομέων Ψυχικής Υγείας που θα τεθεί σύντομα σε διαβούλευση με τις ΤΟΨΥ (Τομεακές Επιτροπές Ψυχικής Υγείας) όλων των περιοχών της χώρας.
Δεν έχουμε στρατηγικό σχεδιασμό
Τη διαπίστωση ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα σχέδιο νόμου για τη διοικητική μεταρρύθμιση και αποκέντρωση των δομών ψυχικής υγείας, χωρίς όμως να υπάρχει στρατηγικός εθνικός σχεδιασμός, έκανε ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, επιστημονικός διευθυντής της ΕΠΑΨΥ κ. Στέλιος Στυλιανίδης. «Θα έλεγα ότι ο υπουργός έκανε μια γενική διακήρυξη, η οποία είχε αναγγελθεί και πέρυσι στο ίδιο συνέδριο, με τις βασικές αρχές της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Δηλαδή, την προσπάθεια εξεύρεσης συναινέσεων και την εγκατάλειψη της ασυλικής περίθαλψης προς όφελος της κοινοτικής ψυχιατρικής φροντίδας, ενώ τόνισε ότι το πρώτο βήμα είναι η αλλαγή της διοικητικής δομής και η αποκέντρωση. Θα δοθούν ουσιαστικές αρμοδιότητες στις περιφερειακές διοικήσεις μέσα από τη συγκρότηση ενός λεπτομερειακού σχεδίου και τόνισε ότι το σύνολο του διαβήματος αυτού για τη μεταρρύθμιση αποτελεί ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα, στο επίκεντρο του οποίου πρέπει να υπάρχει ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Κατά τη γνώμη μου, όπως επανέλαβα και στο συνέδριο, αυτή είναι μια πολύ γενική διατύπωση ενός προγραμματικού λόγου και γι’ αυτό διατύπωσα μια σειρά παρατηρήσεων με τις οποίες συμφώνησαν και οι εκπρόσωποι του υπουργείου. Με πιο σημαντική να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για την οργάνωση του συστήματος με αναγκαίες διορθώσεις που θα το καθιστούν πιο λειτουργικό, αποτελεσματικό και λιγότερο γραφειοκρατικό. Το νομοσχέδιο κινείται προς μια κατεύθυνση εκδημοκρατισμού και αποκέντρωσης του συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσει να υπάρξει δυνατότητα στελέχωσης, υποστήριξης, λειτουργικών εξόδων, με πρόβλεψη εθνικών πόρων ή πόρων από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο έχει τεράστια σημασία ποια άτομα θα αναλάβουν τη στελέχωση αυτού του αποκεντρωμένου συστήματος» σχολίασε.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο καθηγητής Ψυχιατρικής, πρύτανης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Nova της Λισαβόνας και συντονιστής της Joint Action on Mental Health and Wellbeing (Δράσης για την ψυχική υγεία) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κ. José Miguel Caldas de Almeida. Οπως είπε, οι διακηρύξεις αρχών και στόχων για μια πολιτική ψυχικής υγείας δεν έχουν πια καμία σημασία αν δεν συνοδεύονται από σχέδιο δράσης, χρονοδιάγραμμα, εκτίμηση πόρων, αναγκών και μεθοδολογία εφαρμογής κάθε σχεδίου δράσης.Από την πλευρά της, η κυρία Marie-Anne Paraskevas, γενική διευθύντρια Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Senior Policy Officer, DG Employment, Social Affairs and Inclusion, European Commission), αφού περιέγραψε την πολιτική που ασκεί η Κομισιόν, αναφέρθηκε στο ελληνικό πρόγραμμα λέγοντας: «Περιμένουμε στρατηγικό πρόγραμμα, εκτίμηση αναγκών, σαφή κατανομή πόρων. Οχι επένδυση πόρων από το ΕΣΠΑ σε νέες δομές, αλλά ενίσχυση αυτών που ήδη υπάρχουν. Οχι άλλο προσωπικό, αλλά ενίσχυση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, και δεν έχουμε δει τίποτε από όλα αυτά».
Νέοι χρόνιοι πάσχοντες και στις ακούσιες νοσηλείες
Στο πλαίσιο του συνεδρίου, διοργανώθηκε στρογγυλή τράπεζα με αντικείμενο τα δικαιώματα των ατόμων με ψυχιατρικά προβλήματα που δεν έχουν φωνή, τους «αποκλεισμένους του κοινωνικού αποκλεισμού» στον χώρο της ψυχικής υγείας.Οπως ειπώθηκε, η ακούσια νοσηλεία πάντα αποτελούσε ένα αμφιλεγόμενο θέμα στην ψυχιατρική, λόγω των περιορισμών που επιβάλλει στα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, της στέρησης της ελευθερίας και της αυτονομίας τους, της προσβολής της αξιοπρέπειάς τους και του στιγματισμού των ίδιων και της οικογένειάς τους.Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκε η «Μελέτη ακούσιων νοσηλειών στην Αθήνα» (ΜΑΝΑ). Πρόκειται για ένα ερευνητικό πρόγραμμα (2011-2016) το οποίο υλοποιείται από την ΕΠΑΨΥ και το Πάντειο Πανεπιστήμιο υπό την επιστημονική ευθύνη του καθηγητή κ. Στέλιου Στυλιανίδη.Η προσπάθεια αυτή έχει απώτερο στόχο να αναδειχθεί το ζήτημα των ακούσιων νοσηλειών σε θέμα υψίστης σημασίας στην ατζέντα της πολιτικής για την ψυχική υγεία.Από την έρευνα προκύπτει ότι το 2011 το 57,4% των νοσηλειών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Δαφνί) ήταν ακούσιες, με το 69,8% αυτών να ενεργοποιούνται από συγγενικά πρόσωπα και το 30,2% να εκτελούνται αυτεπάγγελτα. Στο 55% των περιπτώσεων ακούσιας νοσηλείας στο ΨΝΑ, αιτία ενεργοποίησης είναι η «επιθετικότητα» και στο 34,2% η «ασυνέχεια στην φαρμακευτική αγωγή»,παράγοντες οι οποίοι δεν αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ψυχοπαθολογίας του ατόμου, αλλά συχνά αποδίδονται στην αντίληψη του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, στα κενά στην περίθαλψη και σε έλλειμμα συνέχειας στη φροντίδα στην κοινότητα. Ωστόσο, ανησυχία προκαλεί το εύρημα πως από το 2012 και μετά το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών αυξάνεται ραγδαία: από 56,6% το 2012 σε 63,5% το 2013 και 74,5% το 2014. Το 23,1% βρέθηκε να επανεισάγεται σε ψυχιατρικό νοσοκομείο ή ψυχιατρικό τμήμα γενικού νοσοκομείου εντός δύο ετών από το εξιτήριο – από αυτούς, το 61,3% επανεισήχθη ακούσια, ενώ ο ένας στους τρεις (33,3%) επανεισήχθη περισσότερες από μία φορές.Η μελέτη κοόρτης διήρκεσε τρία χρόνια και πραγματοποιήθηκε στο Γ’ Τμήμα του ΨΝΑ. Οι ερευνητές αναφέρονταν στην ίδια ομάδα ασθενών – 631 ασθενείς – οι οποίοι παρακολουθούνταν για δύο χρόνια (2012-2014) και καταγράφονταν όλα τα στοιχεία που τους αφορούσαν.
«Η έρευνα», σχολίασε ο κ. Στυλιανίδης, «μας έδειξε, πρώτον, ότι έχουμε μια συντριπτική αύξηση του ποσοστού των ακουσίων νοσηλειών. Οτι οι ομάδες του ΨΝΑ, και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα, με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν, επιτελούν ένα έργο βελτίωσης της συμπτωματολογίας των ασθενών. Τι συμβαίνει όμως στην πορεία; Βελτιώνεται κατά τη νοσηλεία η συμπτωματολογία αυτών των ασθενών, αλλά με την έξοδό τους δεν έχουν καμία συστηματική συνέχεια στην ψυχιατρική τους φροντίδα. Οπότε, «χάνονται», το 23,3% επανεισάγεται σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και από αυτούς ο ένας στους τρεις περισσότερο από μία φορές. Εχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο«περιστρεφόμενης πόρτας» και, επομένως, νέων χρονίων, όχι μόνον στις εκούσιες νοσηλείες αλλά και στις ακούσιες».
Tα αίτια
Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Στυλιανίδη, «η αύξηση της ακούσιας νοσηλείας οφείλεται στο ότι παρά την επένδυση που έχει γίνει στη χώρα μας στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση, δεν έχουμε σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας συνεκτικά οργανωμένο, αλλά ένα άθροισμα υπηρεσιών κατακερματισμένο, χωρίς ηγεσία, χωρίς στόχο, χωρίς παρακολούθηση και αξιολόγηση. Δεύτερον, έχουμε να κάνουμε με ένα μη συγκυριακό φαινόμενο. Απλώς, λόγω της κρίσης, τα όρια στις αντοχές των οικογενειών ξεπερνιούνται, οπότε καταφεύγουν, σε ποσοστό σύμφωνα με την έρευνα 70%, στον εισαγγελέα προκειμένου να νοσηλεύσουν το άρρωστο μέλος τους».
Περιοριστικά μέτρα
Ο ένας στους τέσσερις καθηλώνεται κατά τη νοσηλεία του
Όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα στην αναγκαστική νοσηλεία,σχετική έρευνα σε ένα Τμήμα Ψυχιατρικού Νοσοκομείου και σε ένα Ψυχιατρικό Τμήμα Γενικού Νοσοκομείου στην Αττική από τον Νοέμβριο του 2015 κατέδειξε ότι το 25% των ασθενών αυτών καθηλώθηκε μηχανικά κατά τη νοσηλεία του.Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τις 3/11/2015 ως τις 9/9/2016 στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου πραγματοποιήθηκαν 212 εισαγωγές ασθενών, εκ των οποίων 67 ήταν εκούσιες εισαγωγές, 145 ακούσιες εισαγωγές (68,4%) και καθηλώθηκε το 25% των ακούσιων ασθενών. Το ίδιο χρονικό διάστημα, στο Τμήμα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου πραγματοποιήθηκαν 250 εισαγωγές ασθενών, εκ των οποίων οι 105 ήταν εκούσιες εισαγωγές, οι 145 ακούσιες (58%) και καθηλώθηκε το 21% των ακούσιων ασθενών.Σημειώνεται ότι το «ανοικτό» ή «κλειστό» Τμήμα δεν φαίνεται να επηρεάζει τα παραπάνω, ενώ, αντίθετα, η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, το έλλειμμα κατάλληλης εκπαίδευσης και η δυσκολία εφαρμογής τεχνικών αποκλιμάκωσης φαίνεται να επηρεάζουν τη χρήση αυτού του καταναγκαστικού μέτρου σε ασθενείς.Τα αποτελέσματα αυτά, πέραν της ποσοτικής αύξησης των αναγκαστικών νοσηλειών και αυτής των μηχανικών καθηλώσεων στα ψυχιατρικά τμήματα, αναδεικνύουν δομικές δυσλειτουργίες σε όλο το «σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας» στη χώρα μας.Οι ερευνητές υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα του θέματος – ομοίως και ο επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κ. Nils Muižnieks με επιστολή του στα υπουργεία Υγείας και Εργασίας στις 17/8/2016 -, το οποίο συσχετίζουν με το έλλειμμα δημοκρατίαςστη διαχείριση των συγκεκριμένων – και όχι μόνο – ασθενών.
ΝΟΜΟΣ 2071/92
Πολύ καλός για να… εφαρμοστεί
«Θεωρούμε αυτονόητο τον κοινωνικό αυτοματισμό, που πλέον έχει γίνει κυρίαρχος στην ελληνική πραγματικότητα, μεταξύ δικαστικού και ψυχιατρικού συστήματος» λέει ο κ. Στυλιανίδης. «Ο νόμος 2071/92, που αναμόρφωσε εξ ολοκλήρου τον θεσμό της ακούσιας νοσηλείας, ήταν ένας δημοκρατικός νόμος.Υπό μία προϋπόθεση: να εφαρμόζεται! Οι νεοτερισμοί του νόμου, στην πράξη, φάνηκαν εξαιρετικά δύσκολα αφομοιώσιμοι, τόσο από τους ψυχιάτρους όσο και από τη διοίκηση και τη Δικαιοσύνη. Οι αντιδράσεις, λοιπόν, από το ’92 μέχρι σήμερα, κινήθηκαν σε μια ελάχιστα εναρμονισμένη κατεύθυνση με το νέο σύστημα.Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τήρηση των αυστηρών προθεσμιών – σε δέκα ημέρες πρέπει να γίνει δίκη – για τη στέρηση ελευθερίας ενός ατόμου. Επομένως, αυτή η διοικητική πρακτική εξελίσσεται ερήμην του νόμου και σε βάρος, πάντα, των δικαιωμάτων του ατόμου. Και έτσι η αυτονόητη σε ένα κράτος δικαίου αρχή ότι κανείς δεν στερείται την ελευθερία του χωρίς μια σοβαρή δίκη έφτασε, στην πράξη, να είναι ζητούμενο στη χώρα μας».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Η επικείμενη ένταση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού κύματος ήταν προβλήματα ορατά από τότε που οι συμμαχικές δυνάμεις διέλυσαν το Ιράκ, το Αφγανιστάν και προκάλεσαν ένα χάος στον ευρύτερο αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, με αντίστοιχα γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη για τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Επίσης ορατή ήταν και η διόγκωση του φανατισμού.
Η πολιτική ελίτ της Δύσης αλλά και η πλειοψηφία των διανοητών αδυνατεί να καταλάβει κάτι θεμελιακό: Ποιος είναι ο εχθρός, πού βρίσκεται ο εχθρός, ποιοι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που καθιστούν φανατικούς τρομοκράτες χιλιάδες νέους 2ης και 3ης γενιάς των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων που απαξιώνουν τις αρχές του Διαφωτισμού και του κοσμικού κράτους και συγκροτούν την ταυτότητά τους μέσα από την αγάπη του μίσους;
Οπως εύστοχα παρατηρεί ο ισραηλινός συγγραφέας Αμος Οζ πρόκειται «για την παλιά διαμάχη μεταξύ φανατισμού και πραγματισμού, μεταξύ φανατισμού και πλουραλισμού, μεταξύ φανατισμού και ανεκτικότητας. Αν πιστεύω ότι κάτι είναι κακό, θα το εξοντώσω μαζί με ό,τι το περιβάλλει». Ο φανατισμός προϋπάρχει του Ισλάμ, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού, των κυβερνήσεων, των κρατών, προϋπάρχει οποιασδήποτε ιδεολογίας ή θρησκείας στον κόσμο. Ο φανατισμός, όπως και το κακό, είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας.
Ο φανατικός απεχθάνεται τη ματιά στον εσωτερικό του κόσμο, απεχθάνεται τη σκέψη, την κριτική, τον αναστοχασμό, την αλλαγή. Μισεί την αβεβαιότητα της αλλαγής με την εξαίρεση ότι θέλει να αλλάξει εμάς.
Υπάρχει σημαντική επιστημονική τεκμηρίωση ανάμεσα στη σχέση ταπείνωσης, ντροπής, περιθωριοποίησης, φανατισμού και κοινωνικού αποκλεισμού και βίας. Η φονταμενταλιστική ισλαμική ιδεολογία βρίσκει γόνιμο έδαφος για προσηλυτισμό σε προσωπικότητες που είναι ευάλωτες και δυσλειτουργικές, όπως οι νέοι άνδρες και γυναίκες που πάσχουν από οριακή ή αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες, η ταπείνωση ή το βίωμα της κατωτερότητας απέναντι στην κουλτούρα της δυτικής μεγαλούπολης δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει μια γραμμική-αιτιώδης σχέση με τον φανατισμό. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα. Ωστόσο η συνάντηση της ατομικής και ομαδικής ψυχοπαθολογίας, όπως άτομα με εύθραυστη ταυτότητα και ασταθή εικόνα εαυτού, με «ειδικές»κοινωνικές συνθήκες αποτελεί ένα ιδανικό υπόβαθρο για προσηλυτισμό.
Τέτοιες προσωπικότητες υιοθετούν σύντομα και αβίαστα μια πρωτόγονη εξιδανίκευση και ταύτιση με τον θεϊκό πατέρα, βιώνουν την ευφορία της θυσίας σαν μια υπερβατική μυστικιστική εμπειρία. Ετσι επιτελείται ένας βίαιος μετασχηματισμός του μίσους ενάντια στον εαυτό και του φθόνου απέναντι στη διαφορετικότητα, ως ταύτιση και αγάπη προς το θείο. Το «δυτικό ξένο» μας μολύνει, μας απειλεί, έλεγε ένας νέος τζιχαντιστής σε έναν παλαιστίνιο ψυχίατρο. Ενας εκπαιδευτής τρομοκρατών αφηγείτο μιλώντας για την ταπείνωση ως κίνητρο εκδίκησης στους νέους εκπαιδευόμενους: «Πολλή από τη δουλειά έχει ήδη γίνει, λόγω όλων αυτών που υποφέρει ο κόσμος. Μόνο 10% γίνεται από εμένα. Η οδύνη και η εξορία δίνουν στο άτομο 90% από αυτά που χρειάζεται για να γίνει ένας μάρτυρας».
Καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα γιατί η ταύτιση με το θείο μάς προστατεύει από το βίωμα της απώλειας και του πένθους. Συνεπώς, το ολίσθημα σε μια παρανοϊκή θέση του ψυχισμού γίνεται ευκολότερο. Το πρόσταγμα της προκρούστειας φαντασίωσης του φανατικού είναι «Εάν δεν ενταχθείς στην εικόνα του εαυτού μου, θέση και αξία που σου ορίζω εγώ ο θύτης, σε εξαφανίζω». Το βασικό κίνητρο παραμένει η ένωση με τον Θεό, με το ιδεώδες του αιωνίου παραδείσου, με το υπερβατικό και όχι μόνο ο φθόνος, η οργή και η εκδίκηση.
Στην ουσία περιγράφουμε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στις μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες όπου ο κοινωνικός δεσμός, η νοηματοδότηση, η πολύπλοκη έννοια της υποκειμενοποίησης είναι δομικά ελλειμματικές. Το χάος που προέρχεται από τις εύθραυστες ταυτότητες των ατόμων, την αδυναμία να συμβολοποιούν την απουσία, να βιώνουν ήρεμα το έλλειμμα, δείχνει ότι τα αίτια είναι βαθύτατα.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει επείγουσα ανάγκη, πέρα από συμψηφισμούς και στρατιωτικές επεμβάσεις, να ξανασκεφτούμε τις δυνατότητες αλλαγής του πλαισίου μέσα στο οποίο ζει ο «αόρατος εσωτερικός εχθρός». Με την ενδυνάμωση του διαλόγου σε δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο με τους μετριοπαθείς Μουσουλμάνους και την ενίσχυση του λόγου των εκκοσμικευμένων θρησκευτικών ηγετών και διανοητών τους.
Ο βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των νέων στρατολογήσεων φανατικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μην ενισχυθεί η συνεργασία των πολυεθνικών δυνάμεων για τον έλεγχο της πληροφορίας. Μοιάζει αδιανόητο ότι ο πόλεμος ενάντια στο φρικαλέο ΙSIS να διεξάγεται από τους δυτικούς συμμάχους χωρίς τη συμμετοχή των υπόλοιπων ισλαμικών κρατών, που είτε μένουν αμέτοχα είτε επιδεικνύουν μια ύποπτη ανοχή στη δράση του. Είναι επείγον να ξανασκεφτούμε την εκ βάθρων οικοδόμηση του ευρωπαϊκού χώρου με νέους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους, πέρα από τον φόβο, τον πανικό, την οργή και την απόσυρση που δημιουργεί η ισλαμική τρομοκρατία. Αυτή η Ευρώπη ή θα αλλάξει ή θα αυτοκαταστραφεί σαν ενιαίος χώρος παρασύροντας στο χαοτικό τέλμα της και τον μεταναστευτικό και προσφυγικό φονταμενταλισμό. Η ήττα της συλλογικής νοηματοδότησης αυτού που συμβαίνει είναι ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα για το μέλλον μας.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
ψυχίατρος-ψυχαναλυτής.